Είναι απόφοιτος της Δραματικής σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, τον γνώρισα όμως μέσω του άλλου του ρόλου εκείνου του σκηνοθέτη.
Είναι ένας καλλιτέχνης που δουλεύει και ξέρει τις δυνατότητες του και βαδίζει με σταθερά βήματα.
Φωτογραφίες: George Alexandrakis Photography
Επιλέγεις έργα για να σκηνοθετήσεις που έτυχε να έχουν πιο δραματικές ιστορίες. Δεν θα σε ρωτήσω αν αυτό απορρέει από τα δικά σου βιώματα. Αλλά ποιες είναι εκείνες οι στιγμές που βλέπεις να διαδραματίζεται ένα έργο επί σκηνής και εσύ σκέφτεσαι το παρελθόν;
Τα έργα που επιλέγω είναι κυρίως τα κλασσικά, είτε αυτά προέρχονται από Έλληνες συγγραφείς είτε από το την παγκόσμια δραματουργία. Δεν μου αρέσει ο όρος δραματικός γιατί ακόμα και στις πιο σκοτεινές ιστορίες πάντα προσπαθώ να τις αγγίζω με φως και ένα ”χιούμορ” θα έλεγα. Οι ιστορίες που εμπεριέχουν τα έργα αυτά, η δραματικότητα των προσώπων και οι σχέσεις που αναπτύσσουν με αφορούν διότι τα αρχέτυπα και τα θέματα που πραγματεύονται αφορούν το Σήμερα και τον Πολίτη. Οι στιγμές που σκέφτομαι το παρελθόν θα έλεγα είναι πανταχού παρών στη διαδικασία των ανεβασμάτων τους, πάντα ξεκινά κανείς με τον Συγγραφέα και το έργο, το παρελθόν είναι πάντα παρών σε μια προσωπική διεργασία είτε λειτουργεί εφιαλτικά είτε λυτρωτικά. Όπως και να το δεις όσο μεγαλώνουμε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό, είτε λέγεται ρίζες, τόπος, πατρίδα, είτε φτώχεια, πένθος, έρωτες.
(Η ζωή σου έχει μονοπάτια “δράματος” όπως και σε κάθε άνθρωπο που φεύγει από μία χώρα για μία καλύτερη ζωή σε κάποια άλλη ή διαμένει σε μία χώρα που οι συνθήκες ζωής δεν είναι και οι καλύτερες.)
Αυτό το καλύτερη ζωή είναι μετρήσιμο ή όλα είναι καλύτερα σε σχέση με τα όσα βιώνουμε σε έναν χωροχρόνο με περιορισμένες δυνατότητες;
Σχετικό. Καλύτερη ζωή; Ποιότητα, επίπεδο διαβίωσης; Σαφώς αισθάνομαι τυχερός διότι ναι αν συγκρίνω τον εαυτό μου με ένα Σύριο ή ένα παιδί που γεννήθηκε σε μια χώρα στην Αφρική ναι, πιο τυχερό. Ακόμα και η φτώχεια στα Βαλκάνια είναι διαφορετική από χώρες όπως η Βραζιλία και η Ινδία ας πούμε. Αλλά τα πέτρινα χρόνια επανεμφανίστηκαν, ειδικά τα μνημονιακά θα έλεγα μας έφεραν σε απελπισία για κάποιες ομάδες ανθρώπων η δεν μας έμαθαν και τίποτα για κάποιους άλλους. Βασικά η καλύτερη ζωή είναι και πολύ γενικό, θα μπορούσε κάποιος να είναι ολιγαρκής, αλλά αυτό που επιμένω είναι ότι για να υπάρχει καλύτερη ζωή απαιτούνται τρία βασικά πράγματα: Κράτος-πολίτης-πολιτισμός. Η κινητήριος δύναμη: το χρήμα είναι μια μεγάλη ιστορία. Η μεγαλύτερη δύναμη είναι ο άνθρωπος για μένα και η κοινωνία.
Πως αισθάνεσαι που ερχόμενος εδώ κουβαλάς μαζί σου τον πολιτισμό μιας χώρας που δεν μπορούν να κατανοήσουν οι περισσότεροι;
Επειδή ήρθα μικρός θα σταθώ μόνο ότι προέρχομαι από μια οικογένεια μορφωμένων ανθρώπων, από μια χώρα γειτονική πλούσια σε παράδοση και απομονωμένη από τη δικτατορία του Χότζα, ως παιδί κουβαλώ τις εικόνες και τις αγνές αναμνήσεις μιας Καθαρής αγαπημένης κοινωνίας και εστίας Σοσιαλιστικού μελοδράματος. Εργατιά – Αγάπη.
Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι στο να αποδώσεις την σκηνοθετική σου ματιά, στο να περάσεις μία σκέψη, μία ιδέα στους ηθοποιούς ή στους συντελεστές που συμμετέχουν ώστε αυτό που έχεις οραματιστεί να το δεις να παίζεται στην σκηνή;
Η εμπιστοσύνη. Συνήθως επιλέγω ανθρώπους της ίδιας πάστας με μένα, της ίδιας αισθητικής και να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Κύριο συστατικό να έχει ο άλλος ως άνθρωπος χιούμορ και ευφυΐα, σκηνική ευφυΐα, σημαντικό συστατικό.
Που υπάρχουν δυσκολίες στο να μην κατανοήσει ο ηθοποιός την δική σου οπτική/όραμα;
Η δουλειά του σκηνοθέτη είναι να καταφέρει και μέσα από τη δυσκολία να βρει λύση.
Εκτός από σκηνοθέτης είσαι και απόφοιτος της δραματικής σχολής του κρατικού βορείου Ελλάδος, προτιμάς να βρίσκεσαι επί σκηνής ή να δημιουργείς σκηνές; Χωρίς να προσπαθήσω να σου βάλω ένα δίλημμα, είσαι καλύτερος σκηνοθέτης από ηθοποιός ή αντίστροφα; Πως το αντιλαμβάνεσαι εσύ;
Υπάρχει το πέρασμα από την υποκριτική στη σκηνοθεσία ναι. Από το 2011 θα έλεγα ότι ασχολούμαι κατά 80% μην πω και 90% αποκλειστικά με την σκηνοθεσία. Χωρίς αυτό να σημαίνει οτι έχω εγκαταλείψει την υποκριτική. Η τελευταία μου εμφάνιση ως ηθοποιός ήταν στο Mefisto, σκην. Ν. Μαστοράκη, πέρυσι στο Εθνικό και το 2011 στο Τεχνόπολις, όπου έπαιξα στο άγνωστο έργο του Τ. Ουίλιαμς “Ανοιξιάτικη θύελλα”. Σαφώς και μου λείπει αυτή η διπλή ιδιότητα αλλά νομίζω πως με κέρδισε περισσότερο η σκηνοθεσία. Αλλά νομίζω ότι είναι αλληλένδετα αυτά τα δυο. Δηλαδή όσο και να πεις ότι θα πάρω μια απόσταση από την υποκριτική, ο τρόπος που εργάζομαι και ο τρόπος που σκηνοθετώ πάνω από όλα προσπαθώ να είμαι coach σκηνοθέτης, να κάνω coaching στους ηθοποιούς και μετά να σκηνοθετώ, ή μάλλον κι αυτά γίνονται παράλληλα. Υπάρχουν στιγμές που δεν θέλω να τραβήξω αυτά τα άγχη του να σκηνοθετήσω, γιατί όπως καταλαβαίνεις το να είσαι ηθοποιός είναι πιο άνετο, το να έχεις την επιμέλεια όμως μιας ολόκληρης ορχήστρας ή μιας ομάδας που εναποθέτουν πάνω σου όλες τις ελπίδες… είναι σαφώς πιο αγχωτικό…. αλλά νομίζω πως ισορροπώ και στην έλλειψη, στην απουσία αλλά και στην παρουσία.
Τι φέρεις από την χώρα σου στην ελληνική σκηνή και τι κουβαλάς μαζί σου επιστρέφοντας επαγγελματικά στην Αλβανία;
Σε μια χώρα που προσπαθεί… με το ένα πόδι στη Δύση και το άλλο στην Ανατολή. Από τη μια βλέπεις την απόλυτη ανάπτυξη σε οικονομικό επίπεδο και από την άλλη την απόλυτη φτώχεια. Η χώρα των αντιθέσεων, μια χώρα απομονωμένη επί πολλά έτη κάτω από τον Χότζα, αναζητά την ταυτότητα της στα Βαλκάνια, πώς θα βρούμε την ταυτότητα; Μέσα μας, μέσα από τον εθνικισμό και όχι τον πατριωτισμό. Ήταν σταθμός για μένα αυτή η δουλειά μέσα στα 11 χρόνια που είμαι στο θέατρο, γιατί στην ουσία γυρνούσα στη πόλη που γεννήθηκα, στην χώρα που μεγάλωσα, τις πρώτες μέρες έκλαιγα με το παραμικρό, συγκινούμουν, ήμουν πολύ ευαίσθητος.
Από τη μια είχα να διαχειριστώ ένα άγχος ότι θα έκανα με το έργο αυτό στην εθνική πειραματική σκηνή με μια νέα ομάδα δυνατών ηθοποιών που ονειρεύονται –μπορεί να μην ήξεραν πολλά, να ήταν πίσω σε σχέση με τη δική μας εκπαίδευση εδώ… γιατί υπάρχει μια παλαιακή σχολή υποκριτικής-, και από την άλλη πολλές δυσκολίες. Είναι μια χώρα που δεν έχει εξευρωπαϊστεί ακόμα, οι κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες, όπως οι ομοφυλόφιλοι ή οι τσιγγάνοι δεν είναι αποδεκτοί. Προσπαθεί. Και από την άλλη στον τομέα της τέχνης όλα είναι ακόμα πολύ συντηρητικά. Χαίρομαι πάρα πολύ γιατί η παράσταση έσκισε, είχε διθυράμβους, τώρα ξαναπαίζεται δηλαδή. Αλλά πάνω από όλα χαίρομαι που έκανα τον Άμλετ, ένα έργο όπου μιλάει για την εξουσία, την βία και την σαπίλα, σε μια χώρα –όπως οι περισσότερες στα Βαλκάνια- η διαφθορά της εξουσίας έχει οδηγήσει, τις έχει εξωθήσει και τις έχει καταδικάσει αυτές τις χώρες. Οπότε το έργο έβρισκε έναν αντικατοπτρισμό, τον σωστό τόπο. Μετά από 45 χρόνια ξανανέβηκε Άμλετ στα Τίρανα, και μου την είχαν στημένη, με περίμεναν με τα Καλάσνικοφ χαχαχαχαχ… Περίπου τη δεκαετία του 1960 είχε ανέβει για πρώτη και τελευταία φορά, από έναν Ρώσο σκηνοθέτη. Ήταν ένα έργο ταμπού, δεν το άγγιζαν στην Αλβανία… και νομίζω ότι η επιλογή του διευθυντή και η πρωταγωνίστρια μου –γιατί στο ρόλο του Άμλετ έπαιζε γυναίκα- νομίζω πως από μόνο του προκαλούσε, όχι μια προβοκάτσια όση προκάλεσε εδώ ο Φαμπρ, αλλά σε μικρότερη κλίμακα σίγουρα. Δεν μου ήταν εύκολο, έπρεπε να αντιμετωπίσω το κομμάτι μιας παιδικής αθωότητας και μιας Αλβανίας που είχα στο μυαλό μου. Την επισκεπτόμουν συχνά… αλλά σαν τουρίστας, δεν είχα μπει στο παλμό της κοινωνίας. Προσπάθησα να κρατήσω την ακεραιότητα της παιδικής καρδιάς αλέκιαστη, δύσκολο αυτό βέβαια, γιατί όλα είχαν αλλάξει. Οι δρόμοι που περπατούσες μικρός ήταν αλλαγμένοι, οι άνθρωποι είχαν τρόμο στα μάτια τους, ένα βλέμμα σ’ ένα θολό μέλλον. Τρομακτικό. Καμιά φορά αυτό είναι πιο ισχυρό μέσω της Τέχνης, από τη μια είναι καταφύγια μιας ζοφερής πραγματικότητας, όμως και η ίδια η τέχνη φτιάχνει ζοφερές πραγματικότητες. Η συγκίνηση, γιατί πρώτη φορά θέατρο είδα στην Αλβανία, η πρωταγωνίστρια μου ήταν μια ηθοποιός που έβλεπα μικρός στις αλβανικές ταινίες και θαύμαζα. Ήταν για μένα ο Άμλετ, κάτι σαν να λέμε το Όσκαρ μου. Δεν θα ξεχάσω, κάποια στιγμή έχει έρθει το άγχος για τη πρεμιέρα, και τους λέω «παιδιά πρέπει να θυμάστε ένα πράγμα, έχετε την ευκαιρία μέσα ενός έργου να μιλήσετε για την πολιτική κατάσταση της χώρας στην οποία ζείτε. Σε μια σάπια χώρα από τους πολιτικούς, που οι άνθρωποι ψάχνουν στα σκουπίδια –όπως και στην Ελλάδα- οπότε πρέπει να δώσετε μάχη. Σε μια χώρα με ευμάρεια θα ανέβαινε ένας άλλος Άμλετ. Ακόμα και τότε θα έδειχνε πως υπάρχει διαφθορά, το αδιέξοδο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό νομίζω πραγματεύεται ο Άμλετ, αυτό ήθελα κι εγώ να βγάλω.
Τι είναι εκείνο που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο σύγχρονος άνθρωπος σχετικά με την μετανάστευση/προσφυγιά, μιας και εσύ την έχεις βιώσει σχετικά πιο πρόσφατα;
Μια φορά ξένος για πάντα ξένος. Νιώθεις αυτό το που ανήκω; σε συνεχή βάση, μια διαρκής απουσία του ίδιου σου του Είναι.
Τη δεδομένη στιγμή πιστεύεις ότι οι ορολογίες αν είναι κάποιος μετανάστης ή πρόσφυγας έχει σημασία για τον ίδιο, μιας και ο σκοπός είναι ίδιος, κάτι καλύτερο από τον τόπο που ζει;
Σημασία για τον ίδιο έχει περισσότερο να αποκτά νομιμότητα και ίση αντιμετώπιση με τον γηγενή. Να αισθανθεί ίσος πολίτης.
Το “Επάγγελμα Πόρνη” της Λίλης Ζωγράφου με την Αλεξάνδρα Παλαιολόγου είναι ένας μεταφορικός τίτλος. Ποιες είναι οι ομοιότητες του κειμένου με το σήμερα;
Καταρχήν η ίδια η προσωπικότητα της Λιλής Ζωγράφου, ως συγγραφέας και ως υπέρμαχος ιδεών και αντισυμβατική, άλλοτε προβοκατόρικη και άλλοτε τρυφερή, μια ιδιάζουσα περίπτωση, μάχιμη δημοσιογράφος και κυρίως αγωνίστρια και πολιτικοποιημένη. Άλλα πάνω απ όλα όλα αυτά που συνθέτουν εκείνη και ο αντίκτυπος της ίδιας στα έργα που έχει γράψει. Οπότε από τη μια με ιντρίγκαρε το υλικό του βιβλίου της και από την άλλη η ίδια η Λιλή. Από το βιβλίο διάλεξα τις δυο κυρίες ιστορίες της χούντας διότι η μια αντιμετωπίζει με ένα κωμικοτραγικό τρόπο θα λέγαμε την δικτατορία και η άλλη με ένα πιο τραγικό και πιο βαθύ σχολιάζει μέσα από τα προσωπικά της βιώματα την κατάσταση της Ελλάδας τότε αλλά και τώρα θα πρόσθετα. Μας αφορούν οι περιπέτειες της διότι η Λίλη μιλά για αξίες και θέματα που είναι ένα, μιλά για την εξαθλίωση του ατόμου από το Σύστημα, για την πείνα, για τον φασισμό και την εξουσία, για το παράλογο της καθημερινότητας ,για την ανελευθερία, για τον θάνατο, για τον έρωτα και κυρίως για την Αξιοπρέπεια της Ανθρώπινης ύπαρξης ( πόσο πιο σημερινά θέματα σε μια Ελλάδα και σε μια Ευρώπη που τσακίζει αδιάλειπτα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το δικαίωμα στη ζωή. Υπάρχει μια φράση από την άλλη μου με τσάκισε διαβάζοντας το βιβλίο:.
Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη.
Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί.
Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε.
Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες. Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.
Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”. Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας».
Η επιτυχία και η αποδοχή από το κοινό οφείλεται κυρίως;
Οφείλεται στην ερμηνεία της Αλεξάνδρας η οποία δεν μιμήθηκε την Λιλή και ούτε προσπάθησε να παίξει, αλλά αφέθηκε στο κείμενο έγινε αγωγός. Σαφώς στους συντελεστές που ο καθένας μας έβαλε ένα δικό του ξεχωριστό κομμάτι όπως το τραγούδι που έγραψε ο Σταμάτης Κραουνάκης. Αλλά θεωρώ και στη δύναμη που έχει το ίδιο το κείμενο …..
Τα επόμενα σου σχέδια, όνειρα, σκέψεις;
Να αντέξουμε. Τίποτα άλλο.