ιστορίες της διπλανής πόρτας
…στην οποία δεν ξέρεις ποιος μένει!
_____________________________
“η φωτογραφία που μιλάει”
του Νίκου Μήτσα
Η σιωπή είναι χρυσός.
Ο χρυσός μας φέρνει πιο κοντά.
Άρα η σιωπή μειώνει την απόσταση.
Νυχτερινές σκέψεις έπειτα από ημερήσιες καταστάσεις…
Ε, βέβαια μειώνει την απόσταση… Γιατί άμα δε μιλάει ο ένας στον άλλον να του λέει αυτά που θέλει, δεν πρόκειται ποτέ τους να κοντραριστούν, άρα δεν πρόκειται ποτέ και να απομακρυνθούν. Θα μείνουνε μαζί για πολλά πολλά και αδιάφορα χρόνια ακόμα, χωρίς κανένας να ενοχλείται από κανέναν. Στην ουσία δεν τη μειώνει δηλαδή, αλλά ούτε καν τη δημιουργεί. Κι αυτό το λες ζωή. Αμ, δεν είναι ζωή, καημένο μου, φωτογραφία είναι. Που, όσο και ωραία να έχει βγει, όσο επιτυχημένη δουλειά και να ‘χει κάνει ο φωτογράφος, το photoshop, ή ακόμα και το instagram, ήχο δεν πρόκειται να έχει. Για την ώρα, τουλάχιστον.
Κάπως έτσι λοιπόν νιώθεις ότι σε αντιμετωπίζουν ορισμένοι άνθρωποι γύρω σου. Σαν φωτογραφία. Και δεν εννοώ με θαυμασμό, αλλά με την έκπληξη την οποία θα παθαίναμε αν η φωτογραφία αυτή είχε εκτός των άλλων και φωνή. Έτσι σε κοιτάζουν. Έκπληκτοι! Αν τολμήσεις να αρθρώσεις λόγο και να πεις την άποψή σου, και κυρίως οι ανώτεροί σου επαγγελματικά, οι οποίοι έχουν πάντα την αίσθηση ότι υφιστάμενος σημαίνει και μουγκός ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αυτοφιμωμένος.
Ήταν στο δεύτερο διάλειμμα σήμερα, όταν ο διευθυντής του σχολείου, ο κύριος Καπετανάκης, με κάλεσε να συζητήσουμε για τον τρόπο διδασκαλίας των μαθημάτων. Ή μάλλον όχι, λάθος. Δεν με κάλεσε να συζητήσουμε, αλλά για να ακούσω τον μονόλογο που έκανε εκείνος για τον τρόπο διδασκαλίας των μαθημάτων. Και ήταν και μεγάλος που να πάρει -να την πω την αλήθεια. Αλλά τον άκουσα υπομονετικά. Πήγα μία-δυο φορές βέβαια να χωθώ σε κάποια απ’ τις ανάσες του και να απαντήσω, αλλά είδα ότι δεν είχε σκοπό να μου δώσει τον λόγο, λέω «εντάξει, δεν κάνει διάλογο ο τύπος, debate νομίζει ότι κάνει» κι έτσι περίμενα να τελειώσει, για να ξεκινήσω κι εγώ με τη σειρά μου.
Κι εκεί είναι που έγινε το «κλικ». Όχι αυτό που λένε «έγινε μέσα μου το “κλικ”», το άλλο το «κλικ» του φωτογράφου. Γιατί με το που τελειώνει ο κύριος Καπετανάκης τον πολύ ωραίο και μεστό του λόγο και εγώ κάνω να αρθρώσω το πρώτο γράμμα από τον δικό μου μονόλογο, τον βλέπω να εκπλήσσεται ακριβώς λες και ήμουνα φωτογραφία που έπειτα από θαύμα μίλησε! Γιατί δεν ήθελε να απαντήσω. Και όχι απλώς δεν ήθελε, αλλά δεν το περίμενε κιόλας! Είναι δυνατόν, σου λέει, αναπληρωτής καθηγητάκος να σχολιάσεις τα λεγόμενα κοτζάμ μόνιμου διευθυντή; Ατάκα και σκέψη δηλαδή που περνάει απ’ το μυαλό άπειρων κοτζάμ μόνιμων διευθυντών σε πολλούς κλάδους και όχι μόνο σε σχολεία.
Κατ’ αρχάς, αγαπητοί μου κοτζάμ μόνιμοι, «σχολιάζω» δεν σημαίνει απαραίτητα και «διαφωνώ». Που, προσωπικά δηλαδή, διαφώνησα σε πολλά απ’ όσα είπε ο κύριος Καπετανάκης, αλλά τι μ’ αυτό; Εδώ υπάρχουνε φορές που διαφωνούμε με όσα λέμε εμείς οι ίδιοι, με τον κύριο Καπετανάκη ή με οποιονδήποτε άλλον κοτζάμ μόνιμο θα συμφωνήσουμε; Και γιατί να συμφωνήσουμε δηλαδή; Ποιος είναι αυτός ο κανόνας που λέει πως οφείλεις να συμφωνήσεις με οποιαδήποτε κουταμάρα πει ο ανώτερός σου, ακόμα κι όταν την ακούς και σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο; Τότε γιατί σε καλεί να μιλήσετε; Γιατί έτσι λένε όλοι: «Έλα λίγο απ’ το γραφείο μου, θέλω να μιλήσουμε». Δεν έχει πει κανένας «έλα, θέλω να μιλάω μόνος μου μέχρι να ξεσπάσω, εσύ θα ακούς και, μόλις τελειώσω, θα αποχωρήσεις χωρίς να βγάλεις λέξη».
Αυτός ο κανόνας νομίζω πως υπάρχει μόνο στο μυαλό των κοτζάμ μόνιμων. Είναι ειδική κατηγορία κανόνων. Πώς είναι αυτοί που έχουν μόνο οι μανάδες για τα παιδιά τους και δεν τους ακούς από καμία άλλη ομάδα ανθρώπων στον κόσμο; Ε, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους κοτζάμ μόνιμους. Έχουν φτιάξει αυτόν τον κανόνα στη συνομοταξία τους και ούτε λίγο ούτε πολύ απαγορεύουν στους υφισταμένους να έχουν άποψη και, ειδικά, όταν είναι αντίθετη απ’ τη δική τους.
Τι πράγμα; Πού βοηθάει αυτό; Ε, πώς! Σε πάρα πολλά θέματα. Που αφορούν στον κοτζάμ μόνιμο ασφαλώς. Στην ψυχολογία του, στην καλή του διάθεση, στην αυτοπεποίθησή του, στον εγωισμό του, στη μαύρη του την ώρα και την άραχνη…! Όοοοχι, στο πρόβλημα που υπάρχει κάθε φορά δεν βοηθάει καθόλου, αλλά αμάν κι εσύ ντε, μην κολλάς τόσο πια στη λεπτομέρεια. Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος είναι κοτζάμ μόνιμος διευθυντής πρέπει να μπορεί να καταλάβει ότι είναι πιο σημαντική η λύση του προβλήματος απ’ το να νιώσει ο ίδιος σπουδαίος; Ότι εσύ αυτή τη σπουδαιότητα δεν έχεις κανέναν λόγο να του τη μειώσεις, αλλά θες απλώς να πεις την άποψή σου και να συζητήσετε σαν άνθρωποι; Ότι αυτή η άποψή σου -ειδικά αν είναι αντίθετη- μπορεί να τον κάνει να σκεφτεί τα όσα λέει, να του φέρει νέες ιδέες και να τον πάει λίγο παρακάτω; Ότι μόνο με νέες ιδέες και με βήματα λίγο παρακάτω η σπουδαιότητά του παίρνει σάρκα και οστά και αναγνωρίζεται πραγματικά; Ε, εντάξει πια κι εσύ… ζητάς πολλά!
Και δεν μπορείς. Ούτε να ζητάς ούτε να λες πολλά. Έτσι δηλαδή νομίζουν οι κοτζάμ και οι μόνιμοι. Γιατί τα πάντα μπορούμε οι πάντες. Αρκεί να ξέρουμε ότι αυτό έχει όπως όλα και τις συνέπειές του. Ναι, το πιθανότερο είναι πως, αν εκφέρεις γνώμη σε κάποιον απ’ αυτούς, δεν πρόκειται ποτέ να γίνεις ούτε κοτζάμ ούτε και μόνιμος αν περνάει απ’ το δικό τους χέρι. Αλλά αλίμονο αν πιστεύαμε πως όλα τα χέρια που μπορούν να σε βοηθήσουν ανήκουνε σε τέτοιου είδους κοτζάμ μόνιμους μόνο. Υπάρχουν κι άλλα χέρια να πιαστούμε. Λιγότερα και σαφώς πολύ δυσεύρετα, αλλά στο κάτω-κάτω επιλογές είναι αυτές. Μουγκός και στην καλύτερη αυτοφιμωμένος ή ομιλών ωσάν φωτογραφία που μετά από θαύμα μίλησε; Σίγουρη επιτυχία δεν εγγυάται καμία από τις δύο. Οπότε γιατί τουλάχιστον να μην τα λέμε να τα βγάζουμε και από μέσα μας; Και ανεπιτυχείς και αγανακτισμένοι, ε, πάει πολύ…!