Έκανε το ντεμπούτο του στην κινηματογραφική ταινία του Πάνου Κούτρα «Ξενία», μία από τις σημαντικότερες ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα το ντοκιμαντέρ «Αndi» για τη ζωή του προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στα Τίρανα – TIFF στην κατηγορία Reflecting Albania, σε σκηνοθεσία και παραγωγή του Andreas Dermanis.
Με εφόδιο το ταλέντο αλλά και την προσωπικότητά του ο Νίκος Γκέλια έχει μια σταθερή ανοδική πορεία στον χώρο της τέχνης στην Ελλάδα.
Όντας σπουδαστής σε δραματική σχολή βρίσκεσαι στο βασικό καστ μιας ταινίας, ενός σκηνοθέτη και σεναριογράφου που αφήνει το αποτύπωμά του στον ελληνικό κινηματογράφο. Πώς το εισέπραξες όλο αυτό; Σε τι σε ωφέλησε στη μέχρι τώρα πορεία σου;
Όταν ο Πάνος Κούτρας με επέλεξε για την ταινία ειλικρινά δεν το πίστευα, έπειτα από έξι ακροάσεις και πολύ άγχος τελικά τα είχα καταφέρει! Δεν είχα σκεφτεί τότε πόσο πολύ θα με βοηθούσε αυτή η δουλειά ή τι κόσμος ανοιγόταν μπροστά μου σε σχέση με το σινεμά. Έχοντας την ταινία σαν «όπλο» όταν βγήκα από τη σχολή, αυτό με βοήθησε πολύ, στάθηκα τυχερός στο ότι πολλοί συνάδελφοι ήδη με γνώριζαν και μου έγιναν αρκετές προτάσεις είτε από την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό.
Πώς βίωσες την ταινία προτού επιλεγεί ως υποψήφια για τις Κάννες και πώς μετά;
Όταν γυρίζεις μια ταινία δεν γνωρίζεις και πολλά για το τελικό της αποτέλεσμα, πόσο μάλλον για την πορεία της στα σινεμά αργότερα. εμείς κάναμε κάτι με πολλή αγάπη και προσπάθεια, δίναμε κάθε μέρα τον καλύτερο εαυτό μας και απλώς ελπίζαμε… Όταν την είδαμε ολοκληρωμένη, αισθανθήκαμε τεράστια χαρά και συγκίνηση, όπως η μητέρα κρατά το παιδί της στην αγκαλιά πρώτη φορά. Κάπως έτσι ήμασταν και εμείς, κανένας μας δεν φανταζόταν τις Κάννες ή όλα τα φεστιβάλ που θα ακολουθούσαν.
Γιατί ταινίες όπως η «Ξενία» δεν έχουν την ανταπόκριση που τους αξίζει στο εσωτερικό μέχρι να διακριθούν στο εξωτερικό;
Νομίζω πως το κοινό στην Ελλάδα είναι λίγο συντηρητικό. Όταν όμως έξω αναγνωρίζεται κάτι, αυτόματα ανεβαίνει στα μάτια του και έτσι πλάθεται σιγά σιγά αυτός ο κανόνας.
Γιατί η κοινωνία επιμένει να αλλάξει τους ανθρώπους αντί να δεχτεί τη διαφορετικότητά τους, το δικαίωμά τους να υπάρχουν κάπου, τις επιλογές τους;
Επειδή η κοινωνία μας έχει στόχο την ομοιογένειά της, αλλιώς δεν θα υπήρχε. Πρέπει να δημιουργεί ένα πλέγμα ασφαλείας και ελέγχου, το πρόβλημα είναι πως γίνεται με λάθος τρόπο και δεν επιτυγχάνει τον στόχο της. Η διαφορετικότητα είναι μέρος της, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Όσο γρηγορότερα το αντιληφθούμε τόσο το καλύτερο για όλους μας. Μέχρι τότε απλώς θα κυνηγάμε ο καθένας τα όνειρά του και δεν θα τα φτιάχνουμε μαζί.
Έχεις υποδυθεί κυρίως δραματικούς ρόλους, κάθε ρόλος και ένας καινούριος κόσμος. Σε έχει βοηθήσει στο να βλέπεις τους ανθρώπους διαφορετικά εφόσον είναι κάτι το οποίο δεν έχεις επιλέξει να κάνεις στη πραγματική σου ζωή;
Μου αρέσει πολύ να βλέπω τα χαρακτηριστικά των ρόλων μου στον περίγυρό μου ή να ανακαλύπτω από αυτούς κομμάτια του. Κάθε άνθρωπος έχει τις ιδιαιτερότητές του, το θέμα είναι να τις βλέπεις και να τις χρησιμοποιείς για καλό.
Ποιος ο ρόλος που υποδύεσαι στον «Οιδίποδα Τύραννο» και πώς αισθάνεσαι που παίζεις σε ένα έργο ενός σπουδαίου αρχαίου τραγικού, όπως ο Σοφοκλής;
Στο έργο κάνω τον νεαρό, είναι ένα συνονθύλευμα του ιερέα και του χορού όπου απαρτίζεται από δυο ανθρώπους. Ο νεαρός αντιπροσωπεύει το τώρα, τα προβλήματα της εποχής μας και την ανησυχία που μας διέπει στην καθημερινότητά μας, γι’ αυτό και έρχεται απ’ έξω και μένει μέχρι να λυθεί το πρόβλημα. Από μόνη της αυτή η λειτουργία για έναν ηθοποιό είναι λυτρωτική, πόσο μάλλον σε ένα κείμενο τόσο παλιό που κάθε φορά που το διαβάζεις ανακαλύπτεις καινούρια πράγματα!
Ποιο είναι το όραμά σου για την τέχνη που «υπηρετείς»;
Εύχομαι να μην πάψω να έχω αυτό το ρήμα στο μυαλό μου («υπηρετώ») και ελπίζω να γίνουν πιο εύκολα τα πράγματα στην Ελλάδα ειδικά για τη νέα γένια στο θέατρο, γιατί πραγματικά η κατάσταση είναι αρκετά δύσκολη.