Ένα αερικό με μελωδική φωνή
Συνέντευξη: Γιώτα Τέσση, Φωτογραφίες: George Alexandrakis
Κυριακή απόγευμα και η Μαρία Παπαγεωργίου, μπαίνοντας σε έναν καλλιτεχνικό χώρο στην περιοχή του Ζωγράφου, «διακόπτει» με την παρουσία της μια βαρετή συζήτηση και του δίνει ζωή: αλλάζει ρούχα, φωτογραφίζεται, αυτοσαρκάζεται, παίζει με τον Wisdom, τον σκύλο του CityCode, γελάει και «βρίσκεται» παντού.
Σαν τα αερικά του παραμυθιού, τη βλέπεις δίπλα σου αλλά αμέσως τη χάνεις, έχει ήδη βρεθεί στο βάθος, μπροστά από τον φακό του Γιώργου και, πριν προλάβεις να ακούσεις το κλικ της μηχανής, σιγοτραγουδάει και σε συνεπαίρνει η μελωδική φωνή της.
Είναι αυτή η φωνή που την έφερε στην Αθήνα από τα Γρεβενά, που μας ξενύχτησε πολλά βράδια στον «Σταυρό του Νότου», που έκανε τον Μίκη Θεοδωράκη να την καλέσει να ερμηνεύσει όποια τραγούδια του εκείνη ήθελε σε έναν από τους έξι προσωπικούς δίσκους που έχει στο ενεργητικό της, μαζί με τα πολλά live, τις τόσες συναυλίες και τις άλλες τόσες αγκαλιές.
Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που έφυγες από τα Γρεβενά και κατέβηκες στην Αθήνα. Πώς ήταν αυτό το μουσικό ταξίδι;
Ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που πίστευα ότι θα είναι όταν ήρθα στην Αθήνα. Θεωρούσα ότι κάποια πράγματα θα γίνουν πολύ πιο γρήγορα, πολύ πιο εύκολα και πιο ανώδυνα.
Η Αθήνα είναι πολύ σκληρή πόλη, σου μαθαίνει να επαναπροσδιορίζεις πολλά πράγματα. Είναι μια πόλη που σου ανοίγει πολλούς δρόμους, σου δίνει πολλές ευκαιρίες, αλλά πρέπει να κοπιάσεις διπλά και τριπλά γιατί είναι αχανής.
Παλιά βιαζόμουν. Τώρα, που πέρασαν 14 χρόνια, κατάλαβα ότι ήθελα πολλή δουλειά για να μπορέσω να ολοκληρώσω κάποια πράγματα και έχω φτάσει σε ένα σημείο που μπορώ τουλάχιστον να επικοινωνώ αυτό που είμαι σε ένα πιο ευρύ κοινό.
Θα άλλαζες κάτι στις μέχρι τώρα επιλογές σου;
Θα ήθελα να είχα περισσότερη αυτοπεποίθηση όσον αφορά πολλά πράγματα που όταν ήμουν μικρότερη τα επέλεγα χωρίς να θέλω πραγματικά, αλλά επειδή νόμιζα ότι είναι η μόνη δίοδος ώστε να μπορέσω να κάνω μετέπειτα αυτό που ήθελα με καλύτερους όρους.
Τελικά μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι πρέπει να είμαστε λίγο πιο αυστηροί στην κριτική μας και στην αισθητική μας και να την υπηρετούμε ακόμα και όταν φαίνεται ότι είναι λάθος σε σχέση με αυτό που επιβάλλει η γενικότερη τάση.
Έχεις μια πολύ σημαντική καλλιτεχνική πορεία μέχρι τώρα. Παρ’ όλα αυτά, νιώθεις ότι είσαι αυστηρή με τον εαυτό σου και ότι αυτοπεριορίζεσαι;
Ισχύει… Η αλήθεια είναι ότι μου το λένε πολλοί, αλλά αυτή η φαινομενική αυστηρότητα μελλοντικά μου αποδίδει καρπούς. Είναι καλό να λες «όχι» όταν όμως από πίσω έχεις ένα πολύ ισχυρό «ναι». Το να λες «όχι» απλώς για να το λες δεν έχει νόημα, επειδή τότε γίνεσαι σκληροπυρηνικός και παύεις να προσφέρεις στην τέχνη σου.
Έχω πει αρκετές φορές «όχι» επειδή προτιμώ να περιμένω να έρθουν κάποια πράγματα όπως τα επιθυμώ και τότε θα είμαι πιο ήρεμη και πιο ειλικρινής μέσα από αυτό που θα δώσω.
Σταθμός στην πορεία σου είναι η συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη στον δίσκο «Αλληλογραφία» (κυκλοφόρησε από την «Εφημερίδα των Συντακτών»). Τι αποκόμισες από τον σπουδαίο δημιουργό;
Ήταν μια καταπληκτική συνάντηση. Αρχικά όταν με κάλεσε, δεν ήξερα τι ήθελε, ήξερα μόνο ότι του είχε αρέσει η διασκευή στο τραγούδι του «Ξημερώνει». Άκουσα διάφορα τραγούδια του και επειδή ήξερε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύω, μου ζήτησε να πάρω όποια θέλω, να τα ενορχηστρώσω με την ομάδα μου και να ‘ρθει εκείνος να βάλει την υπογραφή του και να τα διευθύνει.
Οι συναντήσεις που κάναμε στο σπίτι του ήταν συναντήσεις επί της ουσίας, μαθαίναμε ιστορίες για τα ίδια τα τραγούδια, ήταν ένα ολόκληρο σχολείο. Πέρα από την παραγωγή του δίσκου, η διαδρομή ήταν πάρα πολύ απολαυστική και, θα τολμούσα να πω, θείο δώρο.
Κρατώντας πάντα το δέος για τον άνθρωπο που είχα απέναντί μου, ήμουν ελεύθερη να κάνω αυτό που θέλω και να εκφράσω την άποψή μου, είτε συμφωνούσα είτε διαφωνούσα. Και έτσι γινόταν ένας εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ δύο ανθρώπων που απέχουν εξήντα χρόνια -δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο ή άδικο- αλλά είναι καλά μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη.
Συνήθως κάνουμε δίσκους και όταν περνάνε τα χρόνια λέμε «θα το άλλαζα αυτό», αλλά αυτός είναι ο πρώτος δίσκος που δεν θα άλλαζα τίποτα. Έχει τόσο φυσική ροή, σαν να ήταν η ομπρέλα της αγάπης του πάνω απ’ όλο αυτό και μας προστάτευε από οποιοδήποτε ξένο ή ανασφαλές στοιχείο.
Έχεις κρατήσει κάποια κουβέντα του;
Μία από τις τελευταίες φορές που έφευγα από το σπίτι του και ενώ είχα φτάσει στην πόρτα, με φώναξε, με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου είπε: «Μαρία, να μη φοβάσαι, γεννήθηκες για να κάνεις αυτό που κάνεις».
Επειδή εμάς η δουλειά μας είναι να κάνουμε πρωτογενές υλικό, θεωρώ ότι η γενιά μας οφείλει να μη στηρίζεται σε διασκευές και σε παλιούς συνθέτες, οφείλει όμως ταυτόχρονα να τους τιμά.
Αυτό που τελικά αποκομίζεις -επειδή η τέχνη μας είναι τόσο ανασφαλής και παλεύεις με τον εαυτό σου- είναι μια μικρή επιβράβευση από έναν άνθρωπο που είναι γίγαντας ότι κάτι κάνεις καλά και «κοίτα τη δουλειά σου, κοίτα να μελετάς». Η δουλειά μας είναι να μελετάμε, όχι να ποστάρουμε απαραίτητα στο facebook, οπότε σε βάζει σε έναν δρόμο βαθιάς μελέτης και ρίζας. Αυτό είναι το δώρο τελικά, πέρα από το φυσικό προϊόν που είναι ο δίσκος.
Ποια ακούσματα επηρέασαν τη μουσική σου πορεία;
Έχουμε μεγαλώσει σε μια εποχή που έχουμε ακούσματα από ‘κεί που ούτε καν θυμόμαστε ότι τα έχουμε. Δεν είχαμε μία πηγή στο σπίτι, από την οποία ακούγαμε μουσική.
Μου αρέσουν οι τραγουδοποιοί πάρα πολύ, όπως είναι ο Δεληβοριάς και ο Ιωαννίδης από το ελληνικό ρεπερτόριο, μου αρέσουν γυναίκες όπως η Μάρθα Φριντζήλα και η Σαβίνα Γιαννάτου που μεταλαμπαδεύουν τα τραγούδια και ψάχνουν και μελετάνε.
Μου αρέσουν οι τραγουδοποιοί του εξωτερικού όπως οι Camille, Ane Brun, Leonard Cohen, που προσέχουν τον λόγο τους και μάλιστα σε μια γλώσσα όχι τόσο πλούσια όσο η ελληνική.
Μου αρέσει και το ποπ όμως, δεν μπορείς ν’ ακούς τραγουδοποιούς συνέχεια, μ’ αρέσει η παραδοσιακή πολύ, μ’ αρέσει η Φεϊρούζ από την παράδοση της Ανατολής, οτιδήποτε μου βγάζει ειλικρίνεια.
Μετά από έξι προσωπικούς δίσκους, τραγούδια δικά σου, άλλων, live, διασκευές, τι να περιμένουμε από τον δίσκο που ηχογραφείς τώρα;
Κάθε δίσκος είναι η αποτύπωση της Μαρίας και της ομάδας της στο τώρα. Άρα θα ξεγυμνωθώ ως Μαρία, 34 χρόνων, που έχω αυτή τη ζωή και τις καινούργιες εμπειρίες σε σχέση με τα τελευταία δύο χρόνια.
Έχεις αναφερθεί ήδη δύο φορές στην ομάδα σου. Πόσο στενή είναι η σχέση σας και πόσο πιστεύεις στις συνεργασίες;
Η μουσική είναι τέχνη συνδημιουργίας. Προφανώς κάποιος ηγείται, σαφώς πρέπει να είναι ορισμένα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις για να μην έχουμε προβλήματα, αλλά θεωρώ ότι αν δεν είχα αυτούς τους ανθρώπους που πιστεύουν στο ίδιο όραμα μ’ εμένα, με τον δικό τους τρόπο, δεν θα είχα κάνει ούτε τα μισά.
Σου λείπει κάτι έντονα; Υπάρχουν στιγμές που σκέφτεσαι ότι θα ήθελες να είχες πάρει έναν άλλο δρόμο;
Όχι. Μου λείπει λίγο παραπάνω η επιλογή στο όνειρο, που θεωρώ ότι συμβαίνει σε όλους πια. Δηλαδή, είμαι σε μια ηλικία που θα ήθελα να κάνω οικογένεια, θα ήθελα να μπορώ να κάνω κάποια πράγματα, με κόπο μεν, αλλά όχι με τόση δυσκολία και τόση δυσπιστία, ειδικά για τα αυτονόητα όπως κάποιες κοινωνικές παροχές. Θα ήθελα να μπορώ να ονειρευτώ τη ζωή μου χωρίς το άγχος του βιοπορισμού.
Αισθάνεσαι όμως ότι είσαι ταγμένη σ’ αυτό;
Ναι, αν και παλιά με άγχωνε αυτό γιατί έλεγα «τι θα συμβεί αν δεν τα καταφέρω, αν χάσω τη φωνή μου». Πάντως τα τελευταία χρόνια είμαι ήρεμη, με την έννοια ότι αν κάτι συμβεί στη ζωή μου, έχω μάθει πια να δουλεύω, να μελετάω, να αγαπάω, να αγαπιέμαι, ε, θα κάνω κάτι άλλο… Αλλά θα ήθελα να μη συμβεί, θα ήθελα να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω, να ονειρεύομαι.
Διδάσκεις σε νεότερους και μεγαλύτερους από σένα. Τι τους συμβουλεύεις;
Φοβάμαι πολύ να δίνω συμβουλές, δεν νομίζω ότι είναι αυτή η δουλειά μου. Θα ήθελα πραγματικά να είμαι καλή δασκάλα ώστε να μπορώ να κάνω τις σωστές ερωτήσεις για να βγάζουν από μέσα τους οι ίδιοι τις απαντήσεις σε ό,τι τους απασχολεί. Αυτό που οφείλω είναι να είμαι ένας καλός καθρέφτης σε σχέση με τα όνειρα και τις δυνατότητές τους.
Έχεις βγει ποτέ στη σκηνή σε κακή ψυχολογική κατάσταση και πώς το αντιμετώπισες;
Συνέχεια… Πέρασα μια δεκαετία που πάθαινα συνεχόμενες κρίσεις πανικού. Από το πρωί που ξυπνούσα μέχρι το βράδυ που κοιμόμουν ήμουν σε ένα διαρκές στρες, το οποίο χειροτέρευε κάθε φορά που έπρεπε να κάνω πράγματα μέσα στα οποία ένιωθα έντονο εγκλωβισμό: να τραγουδήσω μπροστά σε κόσμο, να οδηγήσω, να ταξιδέψω με αεροπλάνο.
Το να τραγουδήσω ήταν το πιο δύσκολο απ’ όλα, οπότε ήμουν στα πρόθυρα λιποθυμίας για πάρα πολύ καιρό κι αυτό που αγαπούσα είχε αρχίσει να γίνεται ένα τεράστιο βάσανο.
Γι’ αυτό και έκανα επτά χρόνια ψυχοθεραπεία, άρχισα να αλλάζω σιγά σιγά πράγματα στη ζωή μου, να ωριμάζω και να καταλαβαίνω ότι κάποια σενάρια καταστροφής που είχα στο κεφάλι μου και μου δημιουργούσαν έναν φαύλο κύκλο, ήταν απλώς στο κεφάλι μου.
Για τις κρίσεις πανικού έγραψες το βιβλίο «Μια χαραμάδα πανικού» (εκδ. Sub. Urban). Για ποιον λόγο θέλησες να το καταγράψεις και ενδεχομένως να «εκτεθείς», ειδικά όταν στα βιώματα της γενιάς μας συμπεριλαμβάνεται και το «να μην το μάθει ο κόσμος»;
Αυτό είναι το λάθος μας ως κοινωνίας σε οτιδήποτε μας συμβαίνει, όπως το να είμαστε ομοφυλόφιλοι, να κάνουμε έκτρωση, να μην πάμε στρατό, αυτό το «να μην το μάθει ο κόσμος» μάς κάνει να εθελοτυφλούμε.
Από ένα σημείο και μετά άρχισα να απορώ με τον εαυτό μου γιατί επτά-οκτώ χρόνια υπέφερα και όταν άρχισα να το μοιράζομαι, συνειδητοποίησα ότι 9 στους 10 ανθρώπους δίπλα μου πάθαιναν το ίδιο. Και εκεί μετά άρχισε να μπαίνει μέσα μου ένα μικρόβιο που έλεγε ότι είναι κοινωνική μου ευθύνη να το καταγράψω.
Αν έχω μάθει κάτι μέσα από τόσα χρόνια ψυχοθεραπείας ή μέσα από τον πόνο, είναι να μοιράζομαι τις ιστορίες, να ακούω τον άλλον, γιατί ίσως να μπορώ να τον κατανοήσω και ίσως να μπορώ και να τον βοηθήσω μέσα από τη συζήτηση. Έστω και μία μικρή πιθανότητα να υπάρχει, οφείλω να τη δημιουργήσω.
Πώς αυτοπροσδιορίζεσαι; Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου με λίγα λόγια;
Θεωρώ ότι είμαι ένας άνθρωπος λογικός, που έχω πολλή ανάγκη να αγαπηθώ αλλά και πολλή ανάγκη να δώσω αγάπη. Γι’ αυτό και περιμένω κάθε φορά πώς και πώς να τελειώσει η παράσταση και να κάνω αγκαλιές με τον κόσμο, είμαι τρελαμένη μ’ αυτό. Εχω ακόμα μέσα μου πολλά κατάλοιπα φόβων που μου κόβουν πολλές φορές τη δύναμη και τα φτερά στο να δώσω και να πάρω πολύ μεγαλύτερα πράγματα. Και είναι ο στόχος μου σιγά σιγά αυτά να τα αποβάλω.
Καλλιτεχνικά πού θα ήθελες να φτάσεις; Τι είναι επιτυχία για σένα;
Θα ήθελα να μπορέσω να φτάσω σε ένα επίπεδο αναγνωρισιμότητας έτσι ώστε να μπορεί όλο αυτό να λειτουργεί σωστά για μένα και για την ομάδα μου.
Η επιτυχία για μένα είναι αυτό που κάνω σήμερα να μπορεί να με κάνει να ονειρεύομαι το επόμενο βήμα μου, τον επόμενο δίσκο, το επόμενο live. Έχω σταματήσει να ονειρεύομαι στάδια, όχι γιατί δεν τα θέλω, απλώς θέλω η φετινή μου χρονιά να είναι λειτουργική έτσι ώστε να είμαι χαλαρή για να σκέφτομαι τις ιδέες μου.
Πώς είναι όταν επιστρέφεις στα Γρεβενά;
Μου βγάζει δύο διαφορετικά συναισθήματα όταν γυρίζω πίσω. Το ένα είναι μια καλή ανάμνηση, που μου θυμίζει την απλότητα της ζωής, αλλά από την άλλη μού δημιουργείται και ένα αίσθημα φόβου βλέποντας πόσο έχω αρχίσει ν’ απέχω από αυτό.
Στην επαρχία «επιστρέφεις» και με τις καλοκαιρινές συναυλίες, μέσα από τις οποίες απευθύνεσαι σε ένα κοινό διαφορετικό από αυτό της Αθήνας.
Αυτή τη διαφορά την καταλάβαινα πάρα πολλά χρόνια και κυρίως όταν πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα. Δεν περιμένω να βγω στις καλοκαιρινές συναυλίες και να καταλάβω τον κόσμο εκεί. Το αντίθετο συμβαίνει, δεκαπέντε χρόνια προσπαθώ να καταλάβω τον κόσμο της Αθήνας. Νιώθω ότι για την επαρχία ήμουν πολύ πρωτευουσιάνα, από μικρό παιδί, αλλά για την πρωτεύουσα πάντα ήμουν ένα επαρχιωτάκι.
Οπότε μου αρέσουν αυτά τα παντρέματα. Να είμαι στην Αθήνα και να είμαι ήρεμη να κάνω την τέχνη μου με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση γιατί ξέρω ότι είναι πιο εκπαιδευμένο το κοινό, αλλά και αυτή η ειλικρίνεια του κόσμου της επαρχίας που δεν σου χαρίζεται, άρα όταν τους κερδίζεις ξέρεις ότι είναι πραγματική νίκη, έχει άλλη χάρη.
Ταξιδεύεις;
Όχι. Δεν μ’ αρέσουν τα ταξίδια σε βαθμό να τα επιδιώκω. Πιο πολύ με εξιτάρει να περπατήσω σ’ ένα σοκάκι κοντά στο σπίτι μου το οποίο δεν το έχω αναγνωρίσει, να μάθω κάθε πέτρα γύρω μου παρά να πάω μακριά. Ίσως τα βιβλία να είναι τα ταξίδια μου.
Παλιά, όταν είχα ελεύθερο χρόνο, προτιμούσα να κάτσω μόνη μου σ’ ένα μπαρ ή σε κάποιο παγκάκι και να μιλήσω σε έναν άγνωστο. Το έχω κάνει πάρα πολλές φορές. Ήταν σαν ένα βιβλίο, έκανα ανάγνωση ενός ανθρώπου.
Ζηλεύεις καριέρες;
Υγιώς. Παλιά το έκανα πιο πολύ. Ζήλευα, ας πούμε, που κάποιοι άνθρωποι μπορούσαν να έχουν κάποια πράγματα που εγώ δεν τα είχα. Όχι τίποτα τρελό, δεν ζήλευα αν κάποιος ήταν «του συστήματος», αλλά θυμάμαι πολύ έντονα την πρώτη χρονιά που έπαιζα στον «Σταυρό του Νότου» που κοιτούσαμε τις κρατήσεις και ήταν πολύ λίγες και -παρ’ όλο που έχω τεράστια στήριξη από τους γονείς μου- με πείραζε που δεν είχα ένα «τεσσάρι» στο όνομα Παπαγεωργίου.
Και μετά, την ώρα που το σκεφτόμουν αυτό, έλεγα στον εαυτό μου «Μαράκι, άλλοι δεν έχουν γονείς». Εκεί συνειδητοποίησα λοιπόν ότι ζηλεύουμε όταν κοιτάμε μόνο από τη μία πλευρά και αυτό λέγεται τύφλα.
Το μέτρο σύγκρισης για να σταματήσουμε να ζηλεύουμε είναι οι ίδιοι μας οι εαυτοί. Αν είμαι λίγο καλύτερη σε σχέση με τη Μαρία που ήμουν χθες, είναι όλα καλά.
Δείχνεις ότι δεν σε νοιάζει το επικοινωνιακό κομμάτι της δουλειάς σου, ότι δεν θέλεις να ανήκεις σε μια μεγάλη εταιρεία.
Κι όμως, θα το ήθελα πολύ, αλλά επειδή έχω φάει τα μούτρα μου πολλές φορές, συνειδητοποιώ ότι για να γίνει θα πρέπει να τους αφορώ. Αν δεν τους αφορώ, δεν με αφορούν ούτε εμένα. Μέχρι στιγμής υποστηρίζω πολλά πράγματα μόνη μου, αλλά δεν είναι αυτή η μακρινή μου βλέψη. Απλώς περιμένω τους κατάλληλους συνεργάτες, με τους οποίους θα προχωρήσουμε μαζί και στους οποίους να μπορώ να ανταποδώσω αυτό που θα μου προσφέρουν.
CITY CODE PAPER https://goo.gl/b9AcHk