Ο Δημήτρης άρχισε να κατηφορίζει τον πλακόστρωτο δρόμο ζωηρά. Μεγάλες δρασκελιές με έναν σχεδόν χορευτικό ρυθμό. Είχε την παρόρμηση να συνεχίσει τον δρόμο του, χοροπηδώντας στην κυριολεξία, όπως έκανε όταν πήγαινε στο μπακάλη μικρός, αλλά καταλάβαινε πως ένας άντρας στο ένα ενενήντα με γκρίζα μαλλιά, δεν δικαιούται να εκφράζει την καλή του διάθεση, βαδίζοντας σε ρυθμό τσιγκολελέτας. Σκέφτηκε πόσο άδικος είναι ο κόσμος των ενήλικων και κλώτσησε ένα στραβωμένο κουτάκι αναψυκτικού, που τραμπάλιζε ετοιμόρροπο πάνω στις σιδερένιες σχάρες του φρεατίου, στην άκρη του δρόμου. Καθώς το κούφιο μέταλλο σύρθηκε θορυβωδώς μερικά μέτρα παρακάτω, μια αποθρασυμένη δεκαοχτούρα ούτε που κουνήθηκε από το πόστο της. Ίσα που ανασήκωσε το κεφάλι της, κρατώντας στο ράμφος της μια προτηγανισμένη πατάτα, ενώ η μεταλλική απειλή πέρασε με ταχύτητα από δίπλα της.
Ο Δημήτρης έφτασε στο κουτάκι και, πριν το σκεφτεί καλά-καλά, το κλώτσησε ξανά. Έτσι, δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε να βαδίζει, κλωτσώντας μπροστά του το στραβωμένο μέταλλο.
Κυριακή χειμωνιάτικου πρωινού στα πέριξ της Πλάκας. Αλκυονίδες μέρες. Μαγαζάτορες να ξεπλένουν το πλακόστρωτο, ρίχνοντας νερό με το λάστιχο. Γκαρσόνια να σέρνουν καρέκλες και να ανοίγουν τέντες. Ο ήχος του ξύλου να τρίζει πάνω στις πλάκες. Ο ήχος της σιδερένιας μανιβέλας. Ο ήχος του νερού υπό πίεση. Αγουροξυπνημένα πειράγματα συναδέλφων. Λαμπερός ήλιος, μεγαλόψυχα καρφωμένος σε έναν καθαρό ουρανό. Ένας ήλιος να τον κοιτάνε κάτι ξέμπαρκα μεθυσμενάκια της νύχτας και να αναρωτιούνται, γιατί δεν έφυγαν από το σπίτι με γυαλιά ηλίου. Ραδιοφωνικά παράσιτα και ελληνικά τραγούδια περασμένων δεκαετιών.
Το μαγαζάκι με τις κρέπες έβαλε το μεγάλο του μάτι να ζεσταίνεται. Το αφεντικό κοντοστάθηκε στην πόρτα, κρατώντας ένα μικρό φλιτζανάκι του εσπρέσο. Μουστάκι και καλοθρεμμένη μπακίτσα. Ο Δημήτρης ήταν σίγουρος πως υπέγραφε τις κρέπες του αυτοπροσώπως. Είχε προφίλ μερακλή. Σαν Έλληνας που είχε πάει κάποτε μετανάστης στη Γαλλία και, όταν γύρισε, άνοιξε κρεπερί. Από το ραδιόφωνο του γαλλοφερμένου μερακλή, το κυριακάτικο στιγμιότυπο του Δημήτρη απέχτησε ήχο. Η Βίκυ Μοσχολιού στην κρατική ραδιοφωνία της πρωινής ζώνης:
«…Σκέφτηκες άραγε ποτές όλες αυτές τις διαδρομές σε ποιο σταθμό ήσουνα χθες σε ποιο βαγόνι. Σ’ ένα εξπρές είσαι κι εσύ που τρέχει πάνω στη ζωή κι όλο μαζεύει η γραμμή όλο τελειώνει…»
Και ενώ η Μουσχολιού επαναλάμβανε το ρεφρέν, ένας ανήλικος σκύλος προσπαθούσε να δαγκώσει το νερό που ξεπηδούσε προκλητικά από το λάστιχο και γαύγιζε κάθε φορά που δεν το κατάφερνε, κάνοντας τον νεαρό σερβιτόρο να λύνεται στο γέλιο. Χαμογέλασε και ο Δημήτρης με εκείνο το χαριτωμένο αδέσποτο.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να χαλάσει τη μέρα που είχε ξεκινήσει τόσο όμορφα. Τόσο αισιόδοξα… Διάλεξε το πιο γραφικό café που ήξερε στην περιοχή και κάθισε σε μια καρέκλα που «έπαιζε» ελαφρώς, αλλά ήταν μια χαρά. Το τραπεζάκι «έπαιζε» κι αυτό, αλλά ήταν δυο χαρές! Ο σερβιτόρος άργησε να έρθει και βαριόταν να πάρει τα πόδια του. Τρεις χαρές! Τον καφέ τον ζήτησε μέτριο και ήρθε γλυκός. Τέσσερις χαρές! Σε κάθε άλλη περίπτωση σιχτίριζε την τύχη του που είχε να ξυπνήσει τόσο πρωί. Θα έβριζε ακόμα και τα θεία των Ελλήνων που πετάνε τα σκουπίδια τους στον δρόμο και θα κλωτσούσε το μεταλλικό κουτί μία φορά, απλά για να σιχτιρίσει. Θα κουνούσε το κεφάλι που οι δεκαοχτούρες τρώνε προτηγανισμένες πατάτες και ψωφάνε από το λίπος και τους κακοήθεις όγκους που εμφανίζουν, σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες. Θα θύμωνε με τις λαμογιές των δήμων και τις κομπίνες με τον εξωτερικό χώρο εκμετάλλευσης των μαγαζιών. Θα θύμωνε που υπάρχουν τόσα αδέσποτα, εκτεθειμένα στα συμπλέγματα και τις διαστροφές του κάθε πυροβολημένου. Θα θύμωνε με τα ξενυχτισμένα πιτσιρίκια που έπιναν καφέ αμίλητα. Αποχαυνωμένα στην εσωστρέφεια της οθόνης του κινητού τους. Θα θύμωνε για τη γυναίκα που έψαχνε την τροφή της στα σκουπίδια μιας ταβέρνας. Για τις χιλιάδες τσίχλες που είναι κολλημένες στο πλακόστρωτο. Για εκείνους που κοιτάνε με το πλάι… Για όσους δεν έχουν καλή κουβέντα… Για μια γαρδένια που του μαράθηκε… Για τον πάσης φύσεως ρατσισμό… Για τα μηχανάκια που κάνουν θόρυβο… Για την άπειρη βλακεία… Για την κρίση και το κατάντημα της χώρας… Για έναν φίλο που πέθανε από καρκίνο… Για εκείνο το ηλεκτρικό τρενάκι που δεν του έφερε ποτέ ο Άγιος Βασίλης…Για το λευκό δελφίνι και την γαλάζια φάλαινα. Τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση, τις έχει στο τσεπάκι του. Αλλά όχι εκείνο το πρωί. Όχι!
Εκείνο το πρωί, ο Δημήτρης παραδέχτηκε ότι ο ήλιος έλαμπε πάνω από τη βρώμικη και άθλια Αθήνα που ήξερε. Ρούφηξε με χαρά μια απολαυστική γουλιά από τον αποτυχημένο του εσπρέσο και ανέπνευσε βαθιά το καυσαέριο και την πρωινή σκουπιδίλα. Όνειρο! Στο βάθος ξεπρόβαλαν μερικοί μαρμάρινοι κίονες. Συγκλονιστικό! Ένιωσε πολιτισμένος. Περήφανος. Ευλογημένος να ζει σε έναν από τους διασημότερους τουριστικούς προορισμούς. Καθώς ξεκούραζε τη ματιά του πάνω στα χαλάσματα ενός απαράμιλλου πολιτισμού, άκουσε τον σερβιτόρο να σιγοτραγουδά σκουπίζοντας:
«…Κάνω come back come back στον έρωτά σου σε ερωτεύτηκα και μπράβο και μαγκιά σου…»
Τα λόγια είναι περιττά -την ώρα που χωρίζουμε- που θα έλεγε και η Μαρινέλλα στο άλλο τραγούδι. Ο Δημήτρης άνοιξε την εφημερίδα του ακλόνητος. Άναψε και τσιγάρο. Ήταν αποφασισμένος να αποδεχτεί την πιο σοβινιστική ατάκα στην ιστορία της Ελληνικής έπαρσης: «Ζούμε στην πιο όμορφη χώρα στον κόσμο!». ΄Ολε! Ένα θρασύτατο σπουργίτη έκοψε ένα κομμάτι από το κέικ που ήρθε με τον καφέ του και το μασούλισε μπροστά του ξεδιάντροπα. Κατάπιε και προχώρησε στην πρωτοβουλία της αρτοκλασίας, ξαναβουτώντας το ράμφος του στο αφράτο γλυκό. Ο Δημήτρης γύρισε το φύλλο της εφημερίδας απαλά, για να μην τρομάξει τον φτερωτό μουσαφίρη που έπαιρνε το πρωινό του. Ούτε τα νέα από το εμπόριο πολέμων τον πτόησαν ούτε ο χρηματιστηριακός δείκτης ούτε τίποτα! Εκείνο το πρωί θα έπινε καφέ με την Ερμιόνη, το κορίτσι που είχε γνωρίσει όταν υπηρετούσε φαντάρος στη Σπάρτη. Εκείνη καταγόταν από τη Σπάρτη και σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη. Είχε επιστρέψει για τις καλοκαιρινές διακοπές και γνωρίστηκαν. Έρωτας τρελός. Μετά επέστρεψε στις σπουδές της. Μετά εκείνος απολύθηκε. Μετά μεσολάβησε η ζωή και χάθηκαν. Έπειτα από είκοσι χρόνια θα έβλεπε τα μελιά μάτια με τις μεγάλες βλεφαρίδες. Είχε μία και μοναδική φωτογραφία από εκείνη την εποχή. Η Ερμιόνη είχε τα μαλλιά της αλογοουρά και γελούσε με το μάγουλό της κολλημένο στο δικό του. Τα μάτια της ήταν μελιά. Μεγάλα. Υπέροχα! Το χαμόγελο και το βλέμμα της αληθινά. Είχε και δυο χαριτωμένα λακκάκια που δεν μπορούσαν να φανούν στη φωτογραφία. Έπεφτε σκιά. Τι κρίμα… Την είχε ψάξει στο facebook, αλλά δεν ήταν σίγουρος για το επίθετο. Δεν τη βρήκε. Την προηγούμενη νύχτα χτύπησε το κινητό του.
«Γεια σου, Δημήτρη. Η Ερμιόνη από Σπάρτη είμαι. Με θυμάσαι;». «Ερμιόνη…», κατάφερε να ψελλίσει ο Δημήτρης. Πώς να της έλεγε ότι υπήρχαν βράδια που για διασκέδαση ζωντάνευε το καλοκαίρι που έζησαν μαζί; Πως η ανάμνησή της ήταν σαν πρωινή πάχνη σε ανοιξιάτικο λουλούδι. Ατελέσφορη. Αεί δροσιστική. Ο Δημήτρης είχε πάει φαντάρος στα είκοσι εφτά του, μόλις είχε τελειώσει το χημικό στην Πάτρα. Η Ερμιόνη ήταν είκοσι τέσσερα. Ο Δημήτρης ήπιε το νερό του και δίπλωσε την εφημερίδα. Προσπάθησε να προσθέσει στην ανάμνησή του μερικές λεπτές ρυτίδες. Να προσθέσει στο βλέμμα λίγη διάψευση. Να βάλει στο χαμόγελό της λίγη από την απομυθοποίηση που κατάπιε μέσα της τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ταράχτηκε στην ιδέα πως μπορεί τα λακκάκια να μην ήταν στη θέση τους. Να είχαν χαθεί για πάντα. Πάνω που θα συνέχιζε τους συνειρμούς του, ένας άντρας από τους τρεις που έπιναν καφέ σε ένα τραπέζι πιο πίσω, άνοιξε το στόμα του υψώνοντας τη φωνή του: «Μωρέ μια χούντα τους χρειάζεται! Τα μεγαλύτερα έργα επί χούντας έγιναν και έφαγε ο κόσμος ψωμάκι!» Ο Δημήτρης γύρισε να δει από ποιον βόθρο βγήκαν τόσα σκατά μαζεμένα. Τόσο σιχαμένα και ανόητα που κατάφεραν να του χαλάσουν τη διάθεση. Θυμήθηκε τον κυρ Μάνο που είχε την ταβέρνα που έτρωγαν οι περισσότεροι φαντάροι. Τον συμπαθούσε πολύ και ήταν καλός άνθρωπος. Την μέρα που απολύθηκε τον χτύπησε στον ώμο. «Καλός πολίτης, αγόρι μου. Ξέρεις τι θα πει καλός πολίτης;», τον κοίταξε στα μάτια. «Υπάρχει κάποιος που ξέρει κυρ Μάνο;», είχε κάνει τον έξυπνο ο Δημήτρης. «Καλός πολίτης, αγόρι μου, είναι εκείνος που ξέρει την ιστορία του, τις υποχρεώσεις του, τα δικαιώματά του και είναι έτοιμος να δώσει μάχη για την ελευθερία του». Δεν είχε δώσει και πολύ σημασία στα λόγια του κυρ Μάνου. Θυμάται που γιόρτασαν την απόλυσή του με την Ερμιόνη σε εκείνο το ταβερνάκι. Είχαν τσουγκρίσει τα ποτήρια τους και εκείνη του είπε: «Καλός πολίτης, Δημήτρη μου. Έντιμος και αυθεντικός, όπως είσαι». Είκοσι χρόνια μετά και πολλά χιλιόμετρα μακριά από τη Σπάρτη, ο Δημήτρης αναρωτήθηκε πόσο έντιμος και πόσο αυθεντικός πολίτης έγινε. Αν έλεγε στο κρυφοφασιστάκο να προσέχει πως μιλάει, θα ήταν έντιμος. Αν του έριχνε μια μπουνιά και τον ξάπλωνε καταγής, θα ήταν αυθεντικός. Αν τον αγνοούσε όμως, θα ήταν ανώτερος ή απλώς ένας αδιάφορος και μαλάκας πολίτης; «Τι κοιτάς, ρε μαλάκα;», τον έβγαλε από τον κόπο της αναζήτησης ο κρυφοφασιστάκος. «Τραβάς κανένα ζόρι;», συμπλήρωσε. Ο Δημήτρης μειδίασε χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει. Αυτός ο τυπάκος δεν ήταν πειραγμένος στα μυαλά. Ήταν απλώς αγράμματος και μάλιστα από τους ανόητους του είδους, γιατί υπάρχουν και καλλιεργημένοι αγράμματοι. Να που η ανάμνηση του στρατού είχε την τιμητική της. Εκεί, στον στρατό, ο Δημήτρης είχε υποστεί το ισχυρότερο πολιτισμικό σοκ της ζωής του. Εκεί είχε λύσει ένα από τα μεγαλύτερα εθνικά του ζητήματα. Εκεί, είχε ανακαλύψει το ποσοστό αναλφαβητισμού στην Ελλάδα. Είχε δει με τα μάτια του πόσοι σταυροί είχαν γραφτεί στη θέση των υπογραφών. Είχε δει με τα μάτια του εκείνα τα φανταράκια, που δια της βίας μπορούσαν να κρατήσουν το στυλό και να ορνιθοσκαλίσουν το όνομά τους.
Πριν από είκοσι δύο μόλις χρόνια, το ποσοστό αυτό ήταν θλιβερό, αν όχι δραματικό. Εκεί, στον στρατό, που ήταν μαζεμένοι οι Έλληνες από όλες τις γωνιές της Ελλάδας. Εκείνοι που τους έψηνε η νησιώτικη αλμύρα και εκείνοι που δεν έφευγε η τραγίλα της στάνης από πάνω τους. Όλοι οι «καλοί πολίτες» του μέλλοντος. Εκεί, ανάμεσα στον σταυρό του αναλφάβητου και το πανεπιστημιακό πτυχίο, στον μέσο όρο της συντριπτικής πλειοψηφίας που αγνοεί την ιστορία του τόπου της και χάνεται στη θάλασσα της ημιμάθειας. Πόσο δίκιο είχε ο κυρ Μάνος! Εκεί, στον μέσο όρο των καλών πολιτών που ψηφίζουν κατά βούληση για σένα και για μένα. Στον μέσο όρο της σκεπτόμενης ψήφου που μας έφερε εδώ που μας έφερε. Γιατί η παιδεία δεν είναι μια ευχή που την δίνουν οι κουλτουριάρηδες μεταξύ τους. Η παιδεία είναι το σπέρμα της εξέλιξης και του πολιτισμού. Είναι προϋπόθεση ειρήνης και ευημερίας. Είναι να αντέχεις να πίνεις τον καφέ σου σε μια καταντημένη πόλη, χωρίς να μοιράζεις σφαλιάρες με το καλημέρα σας. Είναι να μπορείς να κοιτάς τον Παρθενώνα και, ταυτόχρονα, να ανέχεσαι τον κάγκουρα που έχει βάλει διαπασών Παντελή Παντελίδη, χωρίς να του πετάξεις πέτρα στο παρπρίζ. Τον γιατρό που τσεπώνει το φακελάκι και τον υπουργό που κλέβει το κράτος, χωρίς δημόσιο χλευασμό στην πλατεία Συντάγματος. Το γαϊδούρι που σου πήρε τη θέση στο πάρκινγκ, ενώ σε είδε που άναψες αλάρμ, χωρίς να τον τρακάρεις με φόρα. Τον διεστραμμένο που βάζει τις φόλες στη γειτονιά σου, χωρίς να του τις ταΐσεις για κολατσιό. Τον μαλάκα που σου χαλάει το πρωινό, αναπολώντας τη χούντα, χωρίς να του πεις ότι είναι λίγο πιο έξυπνος από ένα μονοκύτταρο οργανισμό. Να μοιράζεσαι το κέικ σου με ένα σπουργίτι και μια δεκαοκτούρα, γνωρίζοντας πως, αν δεν είχες κόψει τα δέντρα, θα είχε το σπίτι του και δεν θα διεκδικούσε λίγη από τη ζάχαρη που καταστρέφει κι εσένα κι εκείνο. Ο κρυφοφασιστάκος τον κοίταξε άγρια και ο Δημήτρης, επιτέλους, απάντησε. «Έχεις δίκιο, φίλε μου. Αυτό ήθελα να πω, γι’ αυτό γύρισα. Στο χάλι που έχουμε φτάσει, μια χούντα μας χρειάζεται. Γιατί, όπως λένε, μόνο άμα πιάσεις πάτο ξανασηκώνεσαι. Σκέψου να πιάσουμε απόπατο. Θα εκτοξευθούμε!» «Ναι, ναι, ναι», γέλασε ο τραχανοπλαγιάς, χωρίς να καταλάβει καν τον ειρωνικό υπαινιγμό. «Να ξεβρομίσουμε!», πέταξε και τη μοδάτη ατάκα του, μαζί με τη γόπα του στο πλακόστρωτο. Ο Δημήτρης αμφέβαλε αν είναι ικανός να ξεβρομίσει τον πισινό του, πριν ξεβρομίσει τη χώρα, αλλά δεν συνέχισε. Τον απέλπισε το γεγονός ότι ο κρυφοφασιστάκος, αυτός ο καλός πολίτης, ήταν ένα αγόρι γύρω στα είκοσι πέντε. Γύρισε μπροστά του, ξεφυσώντας απογοητευμένος, και ήταν έτοιμος να πιάσει το φλιτζάνι του εσπρέσο, όταν είδε στο βάθος μια γυναίκα να πλησιάζει. Μακριά, καστανά μαλλιά με χωρίστρα στη μέση. Ντεκολτέ με πλούσιο στήθος, πλούσια τα ελέη! Η γυναίκα συνέχισε να πλησιάζει. Γκρίζο φόρεμα, μακρύ και τζην, κοντό σακάκι. Ίσια μποτάκια και μια τσάντα περασμένη πάνω της ταχυδρομικά. Ο Δημήτρης, χωρίς να είναι σίγουρος για τον λόγο, ένιωσε πως η γυναίκα που πλησίαζε ήταν η Ερμιόνη. Τόσο που σηκώθηκε όρθιος και τότε μπόρεσε να δει από μακριά τη γυναίκα να χαμογελά πλατιά και να ανοίγει το βήμα της. Μπορεί να έχουν σχεδόν ασπρίσει τα μαλλιά του, αλλά εξακολουθεί να είναι ο ψηλός που ήταν. Τον αναγνώρισε μάλλον. Άρχισε να ακούει τον ήχο από τα βραχιόλια στο χέρι της. Ήταν η Ερμιόνη! Τα βραχιόλια της! Ακόμα συνήθιζε να φοράει βραχιόλια που κουδουνίζουν. Πώς τα είχε ξεχάσει τα βραχιόλια της;
Αγκαλιάστηκαν στο κέντρο της πρωτεύουσας μιας ταπεινωμένης χώρας, έπειτα από είκοσι χρόνια διάψευσης. Ο φαντάρος και η φοιτήτρια. Ο καλός πολίτης και η γυναίκα. Εκείνη βούρκωσε. Στα μαλλιά του κατάλαβε την πρώτη νιότη που πέρασε. Τα χρόνια. Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. Το χάιδευε και το έσφιγγε ασυναίσθητα. Χαμογελούσε με τα λακκάκια της στη θέση τους. Τι γλυκιά ανακούφιση! Ο Δημήτρης ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της απαλά. Η Ερμιόνη από τη Σπάρτη δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν έτυχε. Έτσι του είπε. Ο Δημήτρης από την Αθήνα δεν έγινε ποτέ καλός πολίτης. Δεν πέτυχε. Έτσι της είπε. Πήραν από έναν φρέντο καπουτσίνο στο χέρι και έκαναν βόλτες στα Αναφιώτικα. Έπειτα από τόσα χρόνια και ακόμα ταίριαζαν. Πάντα προτιμούσαν να κάνουν βόλτες μόνοι τους, μακριά από τους υπόλοιπους, ενοχλητικούς «καλούς πολίτες».