ιστορίες της διπλανής πόρτας
…στην οποία δεν ξέρεις ποιος μένει!
_____________________________
“αλλάξαμε θέση”
του Νίκου Μήτσα
«Έλατε να καθίσετε. Εγώ σε λίγο κατεβαίνω».
Μόνο τότε. Τη θέση μας εννοώ. Μόνο τότε τη δίνουμε σε κάποιον. Όταν δεν τη χρειαζόμαστε πια. Σπάνια ακούς πλέον «ελάτε να καθίσετε» σκέτο. Χωρίς «σε λίγο κατεβαίνω». Έτσι, γιατί σας είδα, κατάλαβα ότι έχετε ανάγκη κι είπα να σηκωθώ και να σταθώ όρθιος στο μετρό από το Μεταξουργείο ως το Ελληνικό κι ας πάθω και φλεβίτιδα. Πολύ σπάνια.
Ακόμα πιο σπάνια όμως (συνειδητοποιώ τώρα που σκέφτομαι όλα αυτά όρθιος στο μετρό -όχι από ευγένεια, αλλά γιατί απλώς κατεβαίνω σε δυο στάσεις, οπότε δε χρειάζεται) ότι μπαίνουμε πλέον στη θέση του άλλου. Όχι στο μετρό. Γενικώς. Στην όποια θέση. Πολύ πιο σπάνια.
Ακούμε/μαθαίνουμε/διαβάζουμε κάτι για κάποιον και είμαστε πάντα έτοιμοι να βγάλουμε το συμπέρασμά μας σαν άλλοι ειδικοί ψυχολόγοι και μάλιστα από τους καλούς, τους περιζήτητους, τους ακριβοπληρωμένους. Έχουμε πάντα άποψη για την άποψη ή τις πράξεις του άλλου, η οποία σημειωτέον πως τις περισσότερες φορές είναι και κακή. Γιατί το κακό είναι αυτό μας έρχεται πρώτο να πούμε. Το κακό είναι αυτό που έχουμε έτοιμο, εδώ, κάτω απ’ τη γλωσσίτσα μας, να περιμένει βζιιιιν να εκσφενδονιστεί και να δηλώσει παρουσία.
Ειδικά όταν αυτό που θα ακούσουμε/μάθουμε/διαβάσουμε αφορά σε άτομο που δε χωνεύουμε, νομίζω το κακό δεν περιμένει ούτε καν κάτω απ’ τη γλωσσίτσα, αλλά ξεπηδάει και κάθεται εδώ, πάνω στα χειλάκια, για να ‘ναι πιο εύκολο να πεταχτεί. Ή μάλλον πιο γρήγορο, για να ‘χει και την αποκλειστικότητα.
Κι εκεί είναι που θα ‘πρεπε να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε «μα γιατί το κάνουμε αυτό;»! Γιατί ξέρουμε άραγε πάντα εμείς καλύτερα απ’ τον άλλον τι του συμβαίνει και κυρίως γιατί του συμβαίνει; Γιατί ακούμε/μαθαίνουμε/διαβάζουμε κάτι κακό για κάποιον και το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να το πιστέψουμε και να πούμε μάλιστα κι εμείς μια μπούρδα ακόμα από πάνω για να το ενισχύσουμε; Γιατί δεν σκεφτόμαστε πρώτα, βρε αδερφέ, μήπως αυτός ο κάποιος έχει έναν λόγο που λειτούργησε έτσι όπως μάθαμε/ακούσαμε/διαβάσαμε (εάν και εφόσον βέβαια αυτό που μάθαμε/ακούσαμε/διαβάσαμε μας έχει μεταφερθεί με ειλικρίνεια και ακρίβεια); Γιατί τέλος πάντων δεν μπαίνουμε για λίγο στη θέση του άλλου και να δούμε τα πράγματα από τη δική του μεριά;
Βαριόμαστε; Δεν έχουμε χρόνο; Νομίζουμε ότι δε χρειάζεται γιατί εμείς είμαστε σοφοί και τα ξέρουμε όλα; Νομίζουμε ότι δε χρειάζεται γιατί οι άλλοι είναι ηλίθιοι και εμείς πάλι τα ξέρουμε όλα (αυτό δεν αλλάζει, είναι σταθερή αξία); Γιατί μάθαμε να λέμε μόνο «μα έλα λίγο στη θέση μου» όταν νοιώθουμε ότι μας αδικούν ή δε μας καταλαβαίνουν κι εμείς δεν μπορούμε να σηκώσουμε το ποδαράκι μας να κάνουμε ένα βήμα και να πάμε στη θέση του άλλου; Τι φοβόμαστε πια; Την απόσταση;
Μπα… νομίζω ότι απλώς προτιμάμε το πιο εύκολο. Όπως πάντα. Να μην κουραστούμε. Να μη βάλουμε σε λειτουργία ούτε το μυαλό μας ούτε την ψυχή μας. Δε χρειάζεται. Ασήμαντα θέματα αυτά. Ας τα κρατήσουμε ξεκούραστα για κάτι άλλο, πιο σημαντικό. Αμ, δεν τα κρατάμε ξεκούραστα. Κοιμισμένα τα κρατάμε. Με το να μη σκέφτονται για το ένα, να μη σκέφτονται για το άλλο, τελικά πέφτουνε σε χειμερία νάρκη κι όταν έρχεται το σημαντικό δεν ξυπνάνε ούτε με δεκαπέντε ξυπνητήρια μέσα σε κατσαρόλες! Γιατί και το μυαλό και η ψυχή τη θέλουν τη δουλίτσα τους. Δεν είναι ο προορισμός τους να κοιμούνται. Ο προορισμός τους μάλλον είναι να δουλεύουν. Συνεχώς και αδιαλείπτως. Και για τα σημαντικά και για τα ασήμαντα. Άσε δηλαδή που πόσο ασήμαντο μπορεί να είναι να σχηματίζεις λάθος (ή έστω βιαστική) γνώμη για έναν άνθρωπο; Μάλλον δεν είναι.
Και επειδή δεν είναι, θα μπορούσαμε την επόμενη φορά που θα μάθουμε/ακούσουμε/διαβάσουμε κάτι, να καταπιούμε το κακό που καραδοκεί κάτω απ’ τη γλωσσίτσα (δεν παθαίνουμε τίποτα, το πολύ-πολύ να μας αφήσει μια πίκρα στο στόμα, ε, δεν πειράζει, τρώμε μία καραμέλα και περνάει) και να σκεφτούμε γιατί συνέβη αυτό. Να προσπαθήσουμε να δούμε λίγο τα πράγματα απ’ την οπτική γωνία του άλλου, το κομμάτι που εκείνος βλέπει και όχι εμείς απ’ τη μεριά μας, φωτισμένο έτσι όπως φαίνεται από εκεί κι όχι από εδώ που στεκόμαστε εμείς. Γιατί η κάθε γωνία έχει το δικό της φως και τη δική της αλήθεια κι αν δεν αλλάξουμε θέση, δεν πρόκειται να αλλάξουμε ποτέ και γνώμη.
Κι είναι καλό να αλλάζουμε γνώμη. Είναι καλό βασικά να αφήνουμε τους ανθρώπους να μας αλλάζουν τη γνώμη τους για εκείνους και να μας εκπλήσσουν ευχάριστα. Αρκεί να θέλουμε. Να θέλουμε να δούμε την καλή τους πλευρά περνώντας στη δική τους πλευρά. Να θέλουμε να μπούμε στη θέση τους. Γιατί κι αυτό είναι καλό. Το περπάτημα εξάλλου πάντα βοηθάει. Η ακινησία σε μουδιάζει και σε βλάπτει. Γι’ αυτό ας περπατάμε. Ας κάνουμε έστω και λίγα, μικρά βηματάκια ως τη θέση του άλλου. Είναι κι αυτό μια αρχή. Και ίσως κάποτε αυτή η απόσταση να μας φαίνεται παιχνιδάκι…