της Κάτιας Κισσονέργη
Στις 8:30 πμ , ώρα Αθήνας, ακούστηκε ένα ενοχλητικό ντιν-ντιν και ξανά ντιν-ντιν. Άνοιξε να μάτια του και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε, ήταν πως είναι ένας άντρας που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του. Ίσως επειδή ήταν ακόμα πρωί για τις καταθλιπτικές σκέψεις που έκανε πριν τον πάρει ο ύπνος, ότι είναι ένας άντρας που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του για έναν άντρα νεότερό του. Βασικά, νεότερο και από εκείνη. Πολύ νεότερο! Αυτό το σκεφτόταν τα βράδια. Το πρωί περιοριζόταν στην εγκατάλειψη.
Πριν χαθεί στην αυτολύπηση, αποφάσισε να δει τι σήμαινε το ντιν-ντιν. Πήρε το κινητό από το κομοδίνο και κοίταξε το μήνυμα. «Αν ισχύει ακόμα ο καφές που λέγαμε, πες μου τι σου αρέσει να τρως για πρωινό, να πω να στο έχουν έτοιμο. Γιάννης.»
Το «πω» με όμικρον και το «έτοιμο» με ήτα. Αυτό ήταν μια πραγματική παρηγοριά. Τον είχε εγκαταλείψει για έναν ανορθόγραφο, χαμηλοεπίπεδο χιμπατζή. Καθώς άπλωνε την οδοντόπαστα στην οδοντόβουρτσα, κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και δια της βίας παραδέχτηκε ότι ο χαμηλοεπίπεδος χιμπατζής ήταν κοντά στο 1.90 με αξιοπρόσεχτο μυϊκό σύστημα. Αναρωτήθηκε αν είχε σημασία που εκείνος ήξερε πως η ήττα γράφεται με δύο ταυ και ο Γιάννης όχι, αφού ήταν μία λέξη που ο χιμπατζής δεν θα χρειαζόταν να γράψει για τα επόμενα 20 χρόνια, τουλάχιστον!
Πάντως, την προηγούμενη μέρα ο Γιάννης τον είχε πάρει τηλέφωνο και του ζήτησε, εμπιστευτικά, να περάσει από το café που είναι υπεύθυνος για να μιλήσουν. Το θέμα τους θα ήταν η μοιχαλίδα. Από την μία το βρήκε πολύ προχωρημένο και εκνευριστικά μεταμοντέρνο να δεχτεί αυτή την συνάντηση, από την άλλη, ψυχανεμίστηκε τους πρώτους τριγμούς της απεχθούς τους σχέσης και ήθελε να προσφέρει στον εαυτό του την απόλαυση να ακούσει με τα αφτιά του και να δει με τα μάτια του το «κρακ» στο πρόσωπο του εχθρού.
Έβγαλε αποφασιστικά το κινητό από την τσέπη της καρό του ρόμπας και απάντησε: «Μην ανησυχείς. Ένας καφές είναι αρκετός. Θα είμαι εκεί στις 10»
Θα μπορούσε να είχε πει και νωρίτερα, αλλά ήθελε λίγο χρόνο προετοιμασίας. Όχι ότι με μισή ώρα παραπάνω θα προλάβαινε να χάσει 6-7 κιλά, να γραφτεί στο γυμναστήριο να γίνει φέτες, να επέμβει επιστημονικά στην αραίωση του τριχωτού της κεφαλής του ή να κάνει μία λεύκανση στην οδοντοστοιχία του , ώστε να φωτίζεται καλύτερα η χαμογελαστή του διάθεση. Αλλά χωρίς όλα αυτά, η επιλογή πουκάμισου είναι ένα θέμα… Ή μήπως ένα απλό t-shirt θα του χάριζε μια πιο νεανική θωριά; Από την αγωνία τον έσωσε άλλο ένα ντιν-ντιν. «οκ. Σε περιμένο» . Με όμικρον φυσικά. Κάτι τέτοιες μικρές χαρές τον κρατούσαν από το να πέσει στα βαριά. Εκείνο το πρωί, ήταν η πρώτη μέρα της τρίτης εβδομάδας που θα έπαιρνε το κάτι ελαφρύ που του έγραψε ο ψυχίατρος.
Ποτέ δεν θα είχε περάσει το κατώφλι του ψυχίατρου , παρά τις προτροπές των φίλων του να πάει να του γράψουν κάτι. Η λέξη «κάτι» τον εξόργιζε. Η λέξη «κάτι» , αντικαθιστούσε την λέξη «χάπι» και η λέξη «χάπι», την λέξη «ήττα». Αντιστάθηκε για μήνες. Ένα μεσημέρι όμως, εκεί που έκοβε το κοτόπουλο που είχε αγοράσει ψημένο από το μάρκετ, έπιασε τον εαυτό του να μετράει τα πόμολα των ντουλαπιών της κουζίνας. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Τα ντουλάπια είχαν 36 πόμολα και τα συρτάρια 8. Τα πλακάκια ήταν 55 και το φωτιστικό είχε 6 λουλούδια. Οι φέτες του καλοριφέρ ήταν 7 και τα κουμπιά της ηλεκτρικής κουζίνας ήταν 9. Σύντομα άνοιξε τους ορίζοντές του και στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού. Επεκτάθηκε. Συνολικά στο σπίτι υπήρχαν 22 πρίζες και 14 κάδρα.
Ένα Κυριακάτικο πρωινό ξεπέρασε τον εαυτό του. Τελειώνοντας με την εφημερίδα και τα ένθετα, μέτρησε πάνω στην κουρτίνα του σαλονιού του 63 ανάγλυφα στάχια, πάνω σε κρεπ σατέν. Το κάθε στάχυ είχε 7 σπόρους που επί 63 μας έκαναν 441 σπόρια. Τότε ήταν που άκουσε μια φωνή μέσα του.
«Τι κάνεις;»
«Τι κάνω;»
«Μετράς. Μετράς συνέχεια!»
«Και είναι κακό αυτό;»
«Κακό είναι που δεν μπορείς να μην μετράς»
«Μα είμαι μαθηματικός. Είναι φυσιολογικό να μου αρέσει να μετράω»
«…………………..»
«Δεν είναι;»
Όχι βέβαια! Το είπε και ο γιατρός τρεις μέρες αργότερα. Είχε κλείσει το ραντεβού γιατί είχε καταλάβει πως δεν ήταν φυσιολογικό να ξέρει ότι στην κουρτίνα του κρέμονται 441 σπόροι που δεν μπορούσε καν να τους βράσει για τα κόλλυβα του βαρύτατου πένθους του. Έτσι του είπε ο γιατρός. Πένθος. Έτσι του έγραψε και το κάτι ελαφρύ, για κάτι που το είχε πάρει βαριά. Το κάτι ελαφρύ ήταν ένα καλό φάρμακο χωρίς παρενέργειες. Σπάνια είχαν αναφερθεί μεμονωμένα περιστατικά με δυσκολίες στη μνήμη και παραισθήσεις .
Κατέληξε σε ένα γαλάζιο πουκάμισο και καθώς κούμπωνε τα κουμπιά, μετρώντας τα ταυτόχρονα, αναρωτήθηκε για ποιο λόγο ήταν τόσο, μα τόσο πολιτισμένος! Φίλος με την πρώην… Φίλος και με τον γκόμενο της πρώην… Όμως αυτή η ανωτερότητα ήταν το τελευταίο ανάχωμα στο οχυρό της αξιοπρέπειάς του. Θα στεκόταν στο ύψος του, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν πάνω από 1.75. Ρούφηξε την μπακίτσα και πήρε τα κλειδιά του. Κι άλλο ντιν-ντιν. «Φτιάχνω κόκορα με χυλοπίτες. Θα έρθουν και δυο φίλοι. Αν κάνεις κέφι θα χαρώ». Το διάβασε στο ασανσέρ και από μέσα του έκανε τον υποτιτλισμό του μηνύματος: «Άρχισες να στέκεσαι στα πόδια σου και δεν κάνεις ούτε ένα τηλέφωνο. Με γράφεις. Εγώ όμως είμαι ένας μεγαλόψυχος άνθρωπος και σε καλώ να φας μαζί μας, για να μην είσαι ένα αξιολύπητο μπακούρι που θα φάει μόνο του Κυριακάτικα τα ετοιματζίδικα, μετρώντας πόμολα και πλακάκια»
Η Διδώ ήταν η συνάδελφος που του είχε σταθεί στις δύσκολες ώρες. Φιλόλογος. Ελεύθερη. Γλυκιά και γεματούλα. Λίγο κοντούλα. Άριστη ορθογράφος όμως! Εκείνη του ομολόγησε πως έχει χρόνια που παίρνει κάτι ελαφρύ. Ούτε που της φαινόταν.
Από την πιλοτή μέχρι το αυτοκίνητο , περπάτησε πατώντας μόνο στις πλάκες με σκούρο χρώμα. 17 τον αριθμό. Ακόμα ένα ντιν-ντιν. «χέρομε πολλοί που θα περάσης από το μαγαζί. Στις 10 θα είμαι κι εγό εκή» Τι ήταν αυτό τώρα; Για ποιο λόγο επαναλαμβανόταν με ανούσια μηνύματα αυτός ο χιμπατζής; Τελικά, εκτός από τραγικά ανορθόγραφος, ήταν και περιορισμένης ευθύνης.
Έφτασε στο μοδάτο café , πάρκαρε, ρούφηξε το στομάχι, ίσιωσε την πλάτη και βγήκε από το αυτοκίνητο ένας ώριμος άντρας με την γοητεία της εμπειρίας και της πνευματώδους ιδιοσυγκρασίας του. Στο κάτω-κάτω, στην συνάντηση αυτή, είχε το πάνω χέρι. Άσε που το κάτι ελαφρύ, είχε εξοβελίσει την ήττα από την εξίσωση των λέξεων.
Ο Γιάννης τον πλησίασε περιχαρής και εκνευριστικά άνετος. Τον χτύπησε στον ώμο με το φαρδύ κουπί της παλάμης του και παραλίγο να αφήσει το στομάχι του ελεύθερο.
«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που αποφάσισες να τα βρούμε. Να ξέρεις ότι εγώ σε βλέπω σαν πατέρα μου!»
Τι εννοούσε το βλαμμένο; Ποιος αποφάσισε; Και τι θα πει «σαν πατέρα μου» ;
Τελικά αποφάσισε να αφήσει να εννοηθεί ότι έχει έντονη κοινωνική ζωή και ότι του κάνει χάρη που πήγε στο βρωμο- café του!
«Ξέρεις… Δεν έχω πολύ χρόνο. Πέρασα μόνο επειδή μου το ζήτησες και μετά είμαι καλεσμένος για φαγητό στο πόρτο Ράφτη»
«Μα… Εσύ μου έστειλες μήνυμα ότι θα έρθεις στις 10. Κι εγώ για σένα ήρθα. Κανονικά έρχομαι στο μαγαζί μετά τις 12. Δεν σε βλέπω καλά. Θες να κάτσεις;»
Άνοιξε τα μάτια του και είδε την πρώην του να μιλάει με έναν γιατρό. Στο χέρι του είχε ορό. Μήπως είχε πάθει έμφραγμα; Πως βρέθηκε στο νοσοκομείο; Από την μισάνοιχτη πόρτα είδε και τον Γιάννη. Θα πρέπει να ήταν σοβαρά τα πράγματα. Άκουσε τον γιατρό να της μιλάει.
«Συμβαίνουν αυτά. Είναι σπάνιο αλλά κάποιοι αντιδρούν άσχημα όταν το φάρμακο αρχίζει να χτίζει επίπεδα στον οργανισμό. Έχουν παραισθήσεις και μπορεί να φτάσουμε σε παρόμοια επεισόδια. Μην ανησυχείτε. Σε μία ώρα θα έχει συνέλθει εντελώς. Θα του αλλάξουμε το φάρμακο και όλα θα είναι μια χαρά!»
Καμία χαρά! Αποφάσισε να κάνει πως ακόμα κοιμάται. Δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα, αλλά τώρα πια, ο εχθρός ήξερε για το κάτι ελαφρύ. Ήξερε πόσο βαριά το είχε πάρει. Τα οριζόντια στόρια στο παράθυρο του νοσοκομείου ήταν 33…34…35…
Ξύπνησε μισή ώρα μετά, από ένα απότομο τίναγμα του κορμιού του. Έβλεπε έναν εφιάλτη. Ευτυχώς, ήταν ακόμα στο νοσοκομείο. Έβλεπε την Διδώ με φτερά, πόδια κόκορα και λειρί. Τον κυνηγούσε λέει στο προαύλιο του σχολείου, για να τον ταΐσει με το ζόρι χυλοπίτες. Αναρωτήθηκε γιατί να είδε ένα τέτοιο όνειρο. Και καλά οι χυλοπίτες. Ο συμβολισμός ήταν προφανής. Τι μπορεί να συμβόλιζε ο κόκορας όμως;
Θεέ μου! Πόσο είχε ανάγκη τώρα από κάτι βαρύ… Κάτι πολύ βαρύ λέμε!