Γωνία Διδότου και Δελφών: Η αρχή, η εξομολόγηση, η ζωή
γράφει η Χρύσα Φωτοπούλου
Άνοιξη είναι να κοιμάσαι πανέμορφος και να ξυπνάς σαν να σε έχουν φιλήσει. Να περπατάς στους δρόμους του κέντρου, με ώμους που μισοφαίνονται και να συνεννοείσαι με τα μάτια με όλους αυτούς, που μαρκάρουν την περιοχή γύρω από τον Λυκαβηττό, σαν να είναι λάφυρο των θεών. Διδότου και Δελφών. Κάτω από το πελώριο νεοκλασικό, που το 1970 ήταν το νεοκλασικό της Έλλης Λαμπέτη. Στις 18/12 η Α. γνώρισε τον Κ., ένα αγόρι με ωραία χέρια, που, όταν οδηγεί μηχανή, μασάει τσίχλα. “Τι σε έριξε;”. “Τα σφυρίγματα, τα δυνατά ρεφρέν, τα “να να να να” και οι απρόβλεπτες ενάρξεις”. “Μου αρέσεις”, της είπε. Και ίσως να μη συνέβαινε ποτέ τίποτα, αν την Α. δεν την έστηνε ο Cristóbal και αν η μηχανή του Κ. δεν είχε πρόβλημα. Ο χρόνος που είχε υπολογίσει η ζωή ότι τους χρειάζεται ήταν αρκετός για να της πει, γεμάτος κατάφαση, ότι του αρέσει κι εκείνη με λίγο “νομίζω” στην αρχή (“νομίζω ότι και σε μένα αρέσεις”) να του ζητήσει να την πετάξει μέχρι την Κολοκοτρώνη. Θεόμουρλοι και πανάγνωστοι. Αλλά ο χρόνος αρκετός για να διαλυθούν οι φόβοι και η μισοσιγουριά. Μια αδύνατη Ελληνοϊταλίδα από την Μπολόνια και ένας εφηβικός 32χρονος από την Αθήνα.
Φανάρι και γοητευτικά ουρλιαχτά μαζί: “Αχ, στης ζωής τη στράτα αργοσβήνεις μόνη, δίχως να `χεις καμιά συντροφιά, μαυρομάτα πώς κλαίω και θρηνώ για τα γλυκά σου νιάτα..”. Του σφίγγει τη μέση. Δεν κρυώνει, αλλά κάπως πρέπει να δηλωθεί η συναίνεση “για παράδοση, άλωση και τα συναφή”. Έτσι, με το καλημέρα σας. Έτσι ερωτεύονται οι άνθρωποι, που έμειναν πολλές ώρες κάτω από τον ήλιο. Τον ήλιο και των τεσσάρων εποχών. Με νιώθεις; Στην Κολοκοτρώνη δεν έφτασαν ποτέ. Πήγαν στην οδό Ριζάρη 24. Στον κινηματογράφο Πτι Παλαί. Όχι για να δουν ολόκληρη την ταινία, αλλά για να φύγουν στα μισά, να πάνε με τα πόδια μέχρι την Αρχελάου, να αγοράσουν δύο πιροσκί και να πουν τα ονόματά τους. Είμαι ο Κ. Είμαι η Μ.
Ελάχιστοι δείχνουν να πιστεύουν την ιστορία τους. Ίσως γιατί ακόμη και απομιμήσεις θάρρους δε βρίσκεις πια ούτε για δείγμα. Ίσως γιατί οι άνθρωποι προτιμούν να παραδαρθούν από τον άξονα του φόβου, παρά να ανάψουν ένα κεράκι στους μάγκες της μαθηματικής επιστήμης. “Τα μαθηματικά φτάνουν στην καρδιά όλων των πραγμάτων, ενώνοντάς μας πέρα από τους πολιτισμούς, το χώρο και το χρόνο..”. Όλη μας η ζωή ένα ναι και ένα όχι. Η Α. γράφει: “Δεν είχα αυτιά ν’ ακούσω ούτε ένα μπλουζ της προκοπής. Δεν θυμάμαι ούτε ένα γλωσσόφιλο-υπόσχεση για άλωση. Τινάζω τα αμεταχείριστα χρόνια και γράφω το όνομά σου με μπολντ. Είσαι το όριό μου”. Ο Κ. έγραψε ένα ολόκληρο τραγούδι. Στις 22/2, φτάσανε μαζί στη Διδότου (γωνία με τη Δελφών). Κατέβηκαν από τη μηχανή, ο Κ. έφτυσε την τσίχλα, έβγαλε από την τσέπη του (!) ένα τριγωνάκι (για κάλαντα) και άρχισε να της τραγουδά δυνατά. Στίχοι που κατέληγαν σε παραδοχές πολλών κιλών και μουσική για μη διχασμένους. Οι περαστικοί γιατί δεν αντιδρούσαν; Μήπως έγινε μπάχαλο ο χωροχρόνος; Φινάλε. Αυλαία. Αγκαλιά. Φιλί. -Mi sono innamorato di te, baby”. -Τι σημαίνει αυτό; -Ότι μπορώ να μοιράσω χαρά ακόμη και στα βόρεια προάστια. Η τσίχλα, η φτυσμένη, είχε κολλήσει πάνω στην προτομή της Λαμπέτη.
Ο Κ. την ξεκόλλησε, χάιδεψε τα πέτρινα μαλλιά της Λαμπέτη, διαβάζοντας ψιθυριστά “Έλλη Λαμπέτη: 1926-1983”. “Κοίτα αγάπη μου, πέθανε, όταν γεννιόμασταν”. Τρία στενάκια πιο κάτω, ερχόταν η άνοιξη με φόρα.
[divider]Τεύχος Μαρτίου 2016[/divider]