από το Γιώργο Μπίλιο
Οι καλλιέργειες φόβου έχουν τις ρίζες τους – το πιάσατε, ε; καλλιέργειες; ρίζες; – στη Φωτεινή εποχή του σκοταδισμού , όπου οι, ενδεδυμένοι το ένδυμα των αγροτών, μεγαλογαιοκτήμονες έπαιρναν την κοπριά, την ανακάτευαν με λίγες απειλές, τρόμο και 2 σκελίδες υπνωτικού, την τοποθετούσαν στο εύφορο έδαφος και περιμένανε να ανθίσουν τα «μπουμπούκια» τους.
Τα «μπουμπούκια» αυτά, με τη σειρά τους, είχαν μια περίεργα όμορφη όψη που προβλημάτιζαν πάντα τους καλλιεργητές. Δεν ήξεραν δηλαδή αν έπρεπε να τα κόψουν ή όχι. Την απάντηση την έπαιρναν σε λίγες μέρες, όταν εκείνα άρχισαν να βγάζουν άναρθρες κραυγές. Ο κόσμος που τα συναντούσε μαγνητιζόταν, λες και κάποιος τους είχε κάνει μάγια. Σαν υπνωτισμένοι ακολουθούσαν τις κραυγές αυτών των μπουμπουκιών, χωρίς να μπορούν να ξεφύγουν. Οι νέες σειρήνες λέγονταν, πλέον, μπουμπούκια. Εξού και η έκφραση «καλό μπουμπούκι είσαι κι εσύ», η οποία υποδηλώνει αυτή ακριβώς την κατάσταση. Ότι δηλαδή φαίνεσαι στην όψη σούπερ όμορφος, ας πούμε, κι από μέσα είσαι γεμάτος κακία. Από έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, που λέγαμε όταν ήμασταν παιδιά. Όταν πιάνω αυτά τα γνωμικά, χάνω τον ειρμό της σκέψης μου. Α! Ναι…
Αυτές οι καλλιέργειες απέφεραν πολλά κέρδη στους μεγαλογαιοκτήμονες. Βέβαιααα. Κι εκείνοι με τη σειρά τους περνούσαν καλά κι εμείς χειρότερα, παραφράζοντας το γνωστό γνωμικό (για να μην ξεχνιόμαστε). Μέχρι και επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση πήραν αυτές οι καλλιέργειες. Ναι, σου λέω. Ο κόσμος ζούσε με «μπουμπούκια», υπνωτισμένα και άνευρα. Αλλά δεν τον πείραζε καθόλου. Γιατί, δόξα τω Θεώ, κάτι γινότανε και τη σκαπούλαρε την τελευταία στιγμή. Νταξ. Δεν ζούσε και ζωή χαρισάμενη, αλλά ζούσε, ρε παιδί μου. «Που ν’ αλλάζεις τώρα συνήθειες», έλεγαν. «Πάλι καλά», ψιθύριζαν μεταξύ τους.
Ώσπου μια μέρα, ξαφνικά, το μείγμα που έβαζαν στο εύφορο – κατά τα άλλα – έδαφος οι γαιοκτήμονες χάλασε και έπαψε να καλλιεργεί φόβο. Τα «μπουμπούκια» μαράθηκαν και σταμάτησαν να φωνάζουν με δύναμη. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η ηχώ τους. Οι άνθρωποι ύψωσαν το ανάστημά τους, ξυπνώντας απ΄ τον ληθαργό. Ήταν όμως έτσι;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ αν συνεχίσουμε να είμαστε παρατηρητές της ζωής μας, ζούμε στο ίδιο παραμύθι και δεν διεκδικούμε αυτά που μας ανήκουν. Εμείς, για μας και για τους δίπλα μας.