ιστορίες της διπλανής πόρτας
…στην οποία δεν ξέρεις ποιος μένει!
_____________________________
“έτσι είναι η ζωή;”
του Νίκου Μήτσα
«Ντριιιιιιιιιιιιιν…!!! Ναι, καλά, κάτι μας είπες! Εσύ χτυπάς κι εγώ ήδη έχω ρίξει τον καφέ στην κούπα. Στο ξυπνητήρι απευθύνομαι, που ακόμα αναρωτιέμαι γιατί το έχω ρυθμισμένο να χτυπάει κάθε μέρα στις εφτά παρά τέταρτο, αφού εγώ ξυπνάω από μόνος μου στις έξι και μισή. Ίσα για να πετάγεται ο γείτονας στο διπλανό διαμέρισμα (είμαι σίγουρος ότι τον ξυπνάω κάθε μέρα, δεν το συζητώ, τσιγαρόχαρτο η μεσοτοιχία), γιατί αλλιώς εγώ έχω άλλο ρολόι που βαράει κάθε μέρα. Το γνωστό βιολογικό. Βαράει μέσα μου αυτό. Ακόμα κι όταν δεν το θέλω. Βαράει Σαββατοκύριακα, ρεπό, αργίες… Βαράει στα νεύρα βασικά και κάποια στιγμή πρέπει να το σταματήσω. Αλλά γιατί; Για αυτό το ένα ρεπό μες στη βδομάδα που ούτως ή άλλως κάτι θα ‘χω για να κάνω πάντα (μα λογαριασμό να πάω να πληρώσω, μα σούπερ μάρκετ για τα ψώνια, μα πλυντήριο να βάλω, μα κάτι τέλος πάντων…) ή γι’ αυτήν την Εθνική επέτειο που κάποτε ήτανε εργάσιμη μόνο για τις σημαίες και τώρα δουλεύω περισσότερο κι απ’ ό,τι αυτές κουνιούνται;»
Αυτό ήταν το πρωινό παραλήρημα του Μάκη. Φίλου κολλητού που μου το μετέφερε το απόγευμα, μιλώντας μου στο κινητό απ’ το γραφείο του, κάπου μεταξύ τουαλέτας, προετοιμασίας του τέταρτου καφέ της μέρας και δουλειάς στον υπολογιστή. Α, εμείς έτσι μιλάμε με τον Μάκη. Στο μπάνιο, στην κουζίνα, στο γραφείο. Για να βρεθούμε ούτε λόγος! Και όχι μόνο εγώ μαζί του δηλαδή, αλλά και όλοι του οι φίλοι και γνωστοί.
Τυχαία τον είδα, τελευταία φορά, στο τρόλεϊ. Εγώ μπροστά κι εκείνος πίσω. Ενδιάμεσα όλοι οι κάτοικοι Κυψέλης που μετακινούνταν για το κέντρο εκείνη τη στιγμή, οπότε μία που τον είδα και μία που τον έχασα. Του ‘στειλα μετά στο facebook «Σε είδα. Τρόλεϊ Κυψέλης. Τελευταίος επιβάτης κολλημένος στο τζάμι σαν αράχνη, κατέβηκες Ομόνοια». Το βράδυ μπόρεσε να μου απαντήσει ασφαλώς. Στο ταξί της επιστροφής για το σπίτι.
Σπίτι… Ωραία λέξη! Άλλα άχρηστη μάλλον στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα. Κρίμα να πληρώνεις ενοίκιο ή δάνειο μόνο και μόνο για να φτιάχνεις καφέ το πρωί και να κοιμάσαι τη νύχτα. Με ένα καλό sleepingbag και ένα ανεκτικό αφεντικό μπορείς ωραιότατα να εγκατασταθείς στο γραφείο και να γλιτώσεις και το πήγαινε-έλα.
Όλα αυτά περνούσαν από το μυαλό μου όσο ο Μάκης έφτιαχνε τον τέταρτο καφέ και μου μιλούσε απ’ το ασύρματο της δουλειάς του (Σωτηρία τα ασύρματα! Τι θα κάναμε αν δεν είχανε εφευρεθεί; Πώς θα τα βγάζαμε πέρα με τόσα πράγματα που κάνουμε ενώ μιλάμε;). Όχι, τον άκουγα. Και επειδή τον άκουγα μου γεννιόντουσαν αυτές οι σκέψεις. Γιατί δεν είναι μόνο ο Μάκης που το ζει αυτό. Όσοι φίλοι μου δουλεύουνε σε ιδιωτικές εταιρείες (από πολυκατάστημα μέχρι πολυεθνική) ένα αντίστοιχο ωράριο έχουνε. Δηλαδή δεν έχουνε. Που σε κανέναν δεν αρέσει μάλιστα. Ούτε σ’ αυτούς ούτε και στους ανώτερούς τους. Δεν έχω ακούσει ποτέ κάποιον να πετάει απ’ τη χαρά του που δουλεύει δεκαπέντε ώρες τη μέρα, κοιμάται βλέποντας στον ύπνο του τη δουλειά της επομένης και ξυπνάει με το άγχος αν θα τα προλάβει όλα. Αλλά παρόλα αυτά το κάνει.
Κι είναι απ’ αυτά τα πράγματα που λες «αφού δεν το θέλει άνθρωπος, γιατί συμβαίνει;»! «Αφού όλοι συμφωνούμε -αφεντικά και δούλοι- ότι είναι ψυχοφθόρο, ελεεινό, τρισάθλιο κι απάνθρωπο, γιατί το συνεχίζουμε;»! «Γιατί επικρατεί κάτι που σε κανέναν δεν αρέσει;»! Τώρα να μου πεις εσύ «μήπως και μόνο στη δουλειά συμβαίνει αυτό;»! Κι εγώ θα ‘ρθω να σου απαντήσω «ασφαλώς και όχι», αλλά αυτό είναι ακόμα πιο περίεργο.
Γιατί γεμίσαμε, μωρέ παιδιά. Γεμίσαμε από πράγματα με τα οποία διαφωνούμε, αλλά συμβαίνουνε. Τη δουλειά που ξέρουμε ότι μας τρώει τη ζωή, τη μοναξιά που ξέρουμε ότι μας τρώει την ψυχή, τον έρωτα που ξέρουμε ότι δεν μας τρώει χρόνο, την κακία των ανθρώπων που ξέρουμε ότι μας τρώει λάχανο. Κι είναι κάτι τέτοιες στιγμές, που ο φίλος σου ο Μάκης σε παίρνει απ’ το ασύρματο, φτιάχνοντας τον τέταρτο καφέ της μέρας, που αναρωτιέσαι γιατί δε βρίσκουμε τη λύση, αφού όλοι το ίδιο ζητάμε; Πώς γίνεται να σιχαινόμαστε τα ατελείωτα ωράρια και να δουλεύουμε; Να μας κουράζει η μοναξιά μας και να μιλάμε με τους φίλους μας μόνο στα τηλέφωνα; Να αποζητάμε όλοι μας τον έρωτα, αλλά να κοιμόμαστε τα βράδια μόνοι; Να απορρίπτουμε την κακία και πάντα να υπάρχει κάποιος που θα μας τη φέρει;
Με ποιους ανθρώπους θέλουμε να τα βελτιώσουμε όλα αυτά στην τελική; Με κατοίκους ενός άλλου πλανήτη; Εξωγήινους; Όχι, γιατί, αν θέλουμε να τα βελτιώσουμε με κατοίκους αυτού του πλανήτη, τούτης της γης που την πατούμε κι όλοι μέσα θε να μπούμε, με τους δικούς μας τους ανθρώπους, μ’ αυτούς που μας αγαπούν και τους αγαπάμε, για ποιον λόγο δεν το κάνουμε;;; Για ποιον λόγο μένουμε με το παράπονο και με το ξυπνητήρι να χτυπάει πάντα μετά το βιολογικό ρολόι, λες και φοβόμαστε μη μας ξυπνήσει την ψυχή μας που την έχουμε κοιμίσει ωραιότατα με το γνωστό νανούρισμα «Έτσι είναι η ζωή και πώς να την αλλάξεις;»!
Δεν ξέρω ποιος είναι ο λόγος, ειλικρινά. Μάλλον οι φοβίες μας και η βολή μας. Όπως δεν ξέρω, ασφαλώς, και πώς να την αλλάξεις τελικά αυτήν την έρμη τη ζωή. Το μόνο που ξέρω (και νομίζω ότι το ξέρουμε όλοι μας) είναι ότι η ζωή δεν είναι έτσι. Η ζωή (θα έπρεπε, τουλάχιστον) να είναι όπως σε ευχαριστεί και μόνο. Αλλιώς γιατί; Και εντάξει δεν λέω, καλή η μουσική, να μην τη βγάλουμε απ’ τη ζωή μας, αλλά έχει γράψει κι άλλα τραγουδάκια ο συνθέτης, όχι και τόσο της αποδοχής, μωρέ. Πείτε το «Ωραία που ‘ναι στο νησί, γλέντι, τραγούδι και κρασί». Ωραιότατο, χαρούμενο και ταξιδιάρικο. Τι πράγμα; Δεν είστε από νησί; Ε, δεν πειράζει… Καλύτερα εκτός τόπου και χρόνου, παρά εκτός ζωής. Έλα… Πάμε όλοι μαζί… Έλα, να αρχίζουμε σιγά-σιγά να αλλάζουμε το ρεπερτόριο… Αφού το θέλουμε όλοι, γιατί να ακούμε κάτι που δε μας βοηθάει;