Σε αντίθεση με τον κόσμο του Ιερώνυμου Μπος στο τρίπτυχο “Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων”, οι ρόλοι σήμερα δείχνουν σατανικά μπερδεμένοι. Την εποχή του μεσαίωνα, ο ζωγράφος θα απεικόνιζε τον παράδεισο, με την Εύα να κολάζει τον Αδάμ, με συνέπεια τη διεφθαρμένη και γεμάτη αμαρτίες επίγεια εξέλιξη του ανθρώπου και, εν τέλει, την υποδειγματική τιμωρία του αμετανόητου αμαρτωλού στην κόλαση των τεράτων. Ένα έργο που για πολλούς γεννάει ερωτήματα, αντί να δίνει απαντήσεις, από έναν τεράστιο ζωγράφο που οι καταστάσεις του σήμερα, ενδεχομένως να του έβγαζαν το μυαλό νοκ-άουτ.
Ακόμα κι αν δεχτούμε πως αρχή του κακού είναι μια Εύα για ορθόδοξους και καθολικούς, ή μια Embla για τους Σκανδιναβούς, η πορεία του κόσμου φαίνεται να έχει τη δική της προσωπικότητα και είναι ικανή να καταγράφει τη δική της διαβολική πορεία. Ήρωες, τερατόμορφοι χαρακτήρες, γυναικόπαιδα, χωρικοί, αμαρτωλοί και τιμωροί, σε ρόλους εναλλασσόμενους, να δείχνουν με το χέρι τον φταίχτη, να αποδίδουν δικαιοσύνη με σπινθηροβόλο βλέμμα, σαν σκύλος που λαχταράει ένα κομμάτι κρέας για να το κατασπαράξει ακαριαία, να ανοίγουν τα μάτια το πρωί με σκοπό να υποδείξουν τον γελοίο, τον διασκεδαστή, τον αποδιοπομπαίο τράγο, τον διαφορετικό, τον ανόμοιο, τον τολμηρό, τον θρασύ που τολμάει στο βασίλειο της ομοιογένειας να δοκιμάσει αλλιώς, να σταυρώνουν αθώο και κλέφτη στους αιώνες των αιώνων. Κι όλοι σε ρόλο υπασπιστή, να κλαίμε τον μικρό. Η λογική της παράνοιας. Η εκλογίκευση του έργου των Μπέκετ και Ιονέσκο από το παράλογο της ίδιας της ζωής. Μη όσο είναι καιρός.
“Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ’ ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ’ αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανιώνετε πικρά. Γι’ αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός”*
* Αριάγνη, Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (1911-1980)