Μία γυναίκα με πάθος για τη ζωή…
γράφει ο Δημήτρης Μπαρουξής
Μία γυναίκα με όραμα για ελευθερία, μία γυναίκα που ταυτίστηκε με τον πολιτισμό στα σαράντα χρόνια καριέρας της, η Σοφία Βέμπο, η γνωστή σε όλους μας «Τραγουδίστρια της Νίκης». Είναι γεγονός ότι λίγες είναι οι καλλιτέχνιδες παγκοσμίως που έχουν ταυτιστεί με τον λαό τους, αν εξαιρέσουμε τη Marlene Di- etrich και την Edith Piaf, ίσως να μην υπάρχουν άλλες που γενεές να τις αγαπούν και να τις δοξάζουν. Για την Ελλάδα αποτελεί πραγματικότητα η Σοφία Βέμπο, η οποία έχει χαρακτηριστεί από πολλούς κριτικούς θεάτρου και τραγουδιού ως η φωνή του 20ου αιώνα. Υπάρχουν πολλές ημερομηνίες γέννησής της, καθώς η αείμνηστη Σοφία Βέμπο είχε πολλές ταυτότητες, αλλά η επικρατέστερη είναι το 1910, βάσει των βιογραφιών που έχουν γραφτεί για εκείνη. Μεγάλωσε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης και, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, η οικογένεια Μπέμπο (έτσι ήταν το πραγματικό της επώνυμο) μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη με τα 4 παιδιά της και, εν συνεχεία, μόνιμα στην Τσαριτσάνη Βόλου, όπου ο πατέρας της είχε την καταγωγή του.
Η Σοφία τελείωσε το σχολείο και από πολύ μικρή έπιασε δουλειά, καθώς η οικογένειά της είχε προβλήματα βιοπορισμού. Πάντα δήλωνε στις συνεντεύξεις της ότι από μικρή είχε το συναίσθημα της προστασίας και, επειδή ήταν η μεγαλύτερη, ήθελε να ζει η οικογένειά της δίχως προβλήματα. Σε ένα ταξίδι της στη Θεσσαλονίκη το 1933, πηγαίνοντας να συναντήσει τον αδερφό της, μέσα στο πλοίο, ξεκίνησε να παίζει με την κιθάρα της και να τραγουδά. Εκεί την πλησίασε ένας ιμπρεσάριος, ο οποίος στον πόλεμο αποδείχτηκε πράκτορας των Γερμανών και της πρότεινε να τραγουδήσει με συμβόλαιο σε καλλιτεχνικό καφενείο, καθώς η φωνή της ήταν ζεστή και μπάσα, πρωτότυπη για τα χρονικά δεδομένα της εποχής, όπου ανθούσαν οι λυρικές φωνές. ‘Επειτα από συζητήσεις της οικογένειάς της και παρουσία του αδερφού της Τζώρτζη, εμφανίζεται, τραγουδά και ενθουσιάζει το κοινό.
Η φήμη της εξαπλώνεται πολύ γρήγορα και την καλούν να τραγουδήσει σε θέατρο στην Αθήνα με συμβόλαιο 10.000 δραχμών, ποσό τεράστιο για την εποχή και για μία νέα τραγουδίστρια. Η Βέμπο, ντυμένη τσιγγάνα, στο θέατρο «Κεντρικόν», κάθε βράδυ εντυπωσιάζει και το κοινό χειροκροτά όρθιο, ζητώντας της να ξανατραγουδήσει. Είναι γεγονός πως πολλοί σημερινοί και παλαιοί καλλιτέχνες , όπως η Μαρινέλλα, η Γαλάνη, η Αλεξίου, ο Κραουνάκης , η Νικολακοπούλου, ο Καζαντζίδης, η Κ. Γκρέυ έχουν δηλώσει πως η Βέμπο αποτελεί από μόνη της μία μουσική σχολή, δεδομένου ότι η ίδια ποτέ δεν πέρασε ποτέ από μουσικό ωδείο και αυτό είναι ίσως που την κάνει μοναδική ως προς τις ερμηνείες της. Η Βέμπο είναι η πρώτη ερμηνεύτρια που της έδωσαν δισκογραφικά δικαιώματα και χάρη σε αυτή οι σημερινοί τραγουδιστές απολαμβάνουν το «ευ ζην». Άραγε το γνωρίζουν αυτό;
Η πορεία της, τη δεκαετία του ’30, εκτινάσσεται σε τέτοιο βαθμό που παραγωγοί από την Αμερική της ζητούν να συμμετέχει σε διεθνή φιλμ για την Ελλάδα. Γυρίζει ως πρωταγωνίστρια στο Κάϊρο την πρώτη ομιλούσα ταινία «Η Προσφυγοπούλα» και ερμηνεύει ζωντανά εξαίσια τραγούδια του Γιαννίδη. Ο πόλεμος τη βρίσκει στην «Μπλε Πολυκατοικία» στα Εξάρχεια. Οι επιτυχίες της δε της έχουν τροποποιήσει τη συμπεριφορά και η ίδια ποτέ δεν το είχε καπηλευτεί. Σε μία συνέντευξη, τη δεκαετία του ’70, είχε πει ότι είναι καλύτερη ως νοικοκυρά παρά ως ηθοποιός και τραγουδίστρια. Γιατί η Βέμπο ήταν και ηθοποιός. Η παρουσία της στη σκηνή, είχε δηλώσει η Στέλλα Γκρέκα, καθήλωνε το κοινό και υπήρχαν στιγμές που όλοι την κοιτούσαν με δέος. Λίγες μέρες μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ζητάει πολεμικά τραγούδια να της γράψουν και ο, μετέπειτα σύζυγός της θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός, Μίμης Τραϊφόρος της γράφει τον παιάνα του έθνους πάνω σε μια άλλη δική της επιτυχία τη «Ζεχρά», το «Παιδιά, της Ελλάδος Παιδιά». Το διαβάζει από το χαρτί και κλαίει με λυγμούς, οι φαντάροι την αποθεώνουν και εκείνη συνεχίζει να τους εμψυχώνει. Δίνει στο πολεμικό ναυτικό 2000 χρυσές λίρες για την ενίσχυση του αγώνα και δέχεται δύο ώρες την ημέρα να τραγουδά ζωντανά και αφιλοκερδώς στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών.
Πηγαίνει στο στούντιο της Κολούμπια και ηχογραφεί κάθε νέο τραγούδι, ενώ οι δίσκοι της ακούγονται από το Λονδίνο κάθε βράδυ. Έρχεται η κατοχή και οι Γερμανοί της αφαιρούν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, απαγορεύουν να εμφανίζεται με μαντήλι στη σκηνή και την κλείνουν στις φυλακές Αβέρωφ, συγχρόνως τις καταστρέφουν όλες τις μίτρες των δίσκων της, γι’ αυτό τα τραγούδια που ακούμε σήμερα είναι από δίσκους που διασώθηκαν στο BBC. Εδώ αξίζει να σημειωθεί το θάρρος της, καθώς, ζητώντας από τον κατοχικό στρατό να της δώσει την άδεια πίσω για να εργαστεί, εκείνοι της απαντούν αρνητικά και της λένε να πάει να βρει την κυβέρνησή της στο Κάϊρο. Τότε τους απαντά, στείλτε με να πάω να τους βρω τότε και μη με κρατάτε εδώ. Φυσικά, αυτό το έκανε μόνη της, καθώς τα συμμαχικά στρατεύματα θεωρούσαν ότι η Βέμπο πρέπει να σωθεί για πολλούς και διαφόρους λόγους και ένα βράδυ του 1943 τη φυγαδεύουν στη Μέση Ανατολή. Εκεί η Βέμπο δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας και πατριωτισμού και τα χρήματα που της παρέχει η ελληνική κυβέρνηση τα αρνείται λέγοντας: Τα αδέρφια μας πεινάνε στην Ελλάδα και εσείς μου προσφέρετε μισθό;
Ο πόλεμος τελειώνει και γυρίζει ως τιμώμενο πρόσωπο στην Ελλάδα το 1945, έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα στο οποίο ερμήνευσε πολλά ερωτικά και κοινωνικά τραγούδια, προσφέροντας μεγάλες επιτυχίες στο βιογραφικό της. Στη Ρόδο και στον Πειραιά την υποδέχεται πλήθος κόσμου με δάφνες στα χέρια και εκείνη κλαίει από χαρά και λύπη για όλα αυτά που συνέβησαν στην ίδια και στους συμπατριώτες της. Ξεκινά τις εμφανίσεις στο θέατρο μαζί με την Μαρίκα Κοτοπούλη, δίνοντας το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός της στα ορφανά του πολέμου και τους αναπήρους, παρά τις αντιδράσεις της οικογενείας της. Φεύγει για 3 χρόνια περιοδεία στην Αμερική, όπου τραγουδά σε ομογενείς και ξένους, γεμίζοντας 3 φορές το «Carnegie Hall».
Οι εφημερίδες της Αμερικής την κριτικάρουν θριαμβευτικά, της προτείνεται να κάνει καριέρα, αλλά ένα τηλεγράφημα από την ελληνική κυβέρνηση την ωθεί να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Ο εμφύλιος πλησιάζει στο τέλος και οι Έλληνες την αναζητούν για να τους εμψυχώσει. Στο Γράμμο και στο Βίτσι τραγουδά από την μία μεριά του στρατού και από το μικρόφωνο απευθύνει προς την άλλη μεριά του άλλου στρατού το λόγο και καλεί όλους τους Έλληνες να αγαπηθούν. Δεν την ενδιαφέρει τι θα πει ο στρατός, την απασχολεί να πείσει το λαό της να αγαπηθεί εκ νέου και να σταματήσουν να σκοτώνονται οι Έλληνες μεταξύ τους. Εκείνη γυρίζει πίσω έχοντας ηχογραφήσει πολλά τραγούδια, τα οποία ακούμε και σήμερα στις μέρες μας, κυρίως λαϊκά, πράγμα που στην Ελλάδα της το απαγόρευαν, διότι τη θεωρούσαν ότι ανήκε μόνο στο ελαφρό τραγούδι. Με την επιστροφή της φέρνει μαζί της πολλές χιλιάδες δολάρια, τα οποία τα δίνει για να χτιστεί το θέατρό της κατά το ήμισυ και τα υπόλοιπα για κοινωφελείς σκοπούς.
Το παλάτι της απονέμει το Χρυσό Σταυρό του τάγματος της Εποποιίας για την προσφορά της στον πόλεμο. Εκείνη συνεχίζει να κάνει μεγάλες δωρεές, όταν όμως ζητά δάνειο για το θέατρό της από τον Καραμανλή, εκείνος της το αρνείται. Η Σοφία πληγώνεται, αλλά δε το βάζει κάτω, πεισμώνει πιο πολύ και πετυχαίνει για τέσσερις δεκαετίες. Το θέατρο Βέμπο ανοίγει και ανεβάζει τις μεγαλύτερες και επιτυχημένες παραγωγές, τόσο επιθεωρήσεις όσο και μουσικές ηθογραφίες και έργα πρόζας, όπου πρωταγωνιστεί η ίδια όχι μόνο ως τραγουδίστρια, αλλά και ως ηθοποιός. Μεγάλοι ηθοποιοί όπως Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου, Άννα και Μαρία Καλουτά, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Νίκος Ρίζος, Ρένα Ντορ, Ρένα Βλαχοπούλου, Νίκος Κούρκουλος, Χρήστος Ευθυμίου, Μαρικά Νέζερ, Μπεάτα Ασημακοπούλου, Αννα Φόνσου, Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκος Σταυρίδης, Διονύσης Παπαγιανόπουλος, Γιάννης Γκιωνάκης και άλλοι συμμετέχουν και πρωταγωνιστούν στις παραστάσεις της.
Παράλληλα λανσάρει πρώτη το αρχοντορεμπέτικο. Το πρώτο τραγούδι της «Η ταμπακέρα» κάνει τον κόσμο να την αγαπήσει ακόμα πιο πολύ, κάθε βράδυ με μία ταμπακέρα στο χέρι και με άψογη σκηνοθετική παρέμβαση, η Βέμπο δίχως μικρόφωνο δίνει ρεσιτάλ θεατρικής και φωνητικής εμφάνισης. Είναι γνωστό ότι η φράση «για την ταμπακέρα δε λέγεται κουβέντα» απορρέει από εκείνη, καθώς ο Βασιλιάς Παύλος τη λάτρευε και της είχε κάνει δώρο μία ασημένια ταμπακέρα. Οι φήμες έλεγαν ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της και όταν, έπειτα από χρόνια, ο Γ. Παπανδρέου την επισκέφτηκε σε μία πρεμιέρα της είπε: « Όλα καλά, βρε Σοφία, αλλά για την ταμπακέρα δεν μας έχεις πει κουβέντα». Οι εμφανίσεις της σε κοσμικά κέντρα γινόταν μόνο για να στηρίξει οικονομικά το θέατρό της, όταν οι εισπράξεις δεν ήταν οι αναμενόμενες, ώστε οι ηθοποιοί να μη μείνουν απλήρωτοι και με την προϋπόθεση ότι το κοινό δεν θα τρώει την ώρα που θα τραγουδάει… Το θεωρούσε άκομψο.
Η ΕΙΡ την καλούσε να παίξει σε ραδιοφωνικές επιθεωρήσεις και να τραγουδήσει ζωντανά για το κοινό, η Ελλάδα και μετά τον πόλεμο ακούει και παρακολουθεί τη μεγάλη βεντέτα. Το 1957, έπειτα από 17 χρόνια αρραβώνα, παντρεύεται τον Μίμη Τραϊφόρο. Η ίδια δηλώνει πως έπρεπε να το κάνει όχι μόνο για τον εαυτό της, αλλά και για το κοινό που την ακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια σε κάθε της βήμα. Ίσως, ένα βήμα που τη συγκλόνιζε μία ζωή, διότι αυτός ο δεσμός μπορεί να είχε πολύ καλά καλλιτεχνικά αποτελέσματα και να τη βοήθησε, αλλά την ταλαιπώρησε εξίσου στη ζωή της. Γνωστές οι σκηνές ζήλειας της Βέμπο για τον σύζυγό της και κάποιες φορές όχι άδικα. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, που τη λάτρευε, είχε δηλώσει ότι χάρη σε αυτή εμείς κάναμε βήματα για να μας αποδεχτεί η αστική κοινωνία. Οι θεατρικές παραγωγές της πανάκριβες και οι κριτικές για την ίδια ως πρωταγωνίστρια στο θέατρο και το τραγούδι, αλλά και ως θιασάρχη, πάντα εξαιρετικές. Είναι και ο λόγος άλλωστε που η Βέμπο δεν είχε δικό της σπίτι, πάντα έμενε στο ενοίκιο και το μοναδικό δικό της κτίσμα είναι ο οικογενειακός τάφος της που τον αγόρασε το 1957 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Το 1960, σε ραδιοφωνική εκπομπή του Α. Μαμάκη, δηλώνει κατηγορηματικά ότι αυτό που έκανε στον πόλεμο δεν ήταν τίποτα μπροστά στους ανθρώπους που έχασαν μάτια, πόδια, χέρια ακόμη και τη ζωή τους. Δηλώνει δε ότι τις ηρωίδες μπορούν να αναζητήσουν στο 1821 και όχι στο πρόσωπό της. Πάντα τολμηρή στις απαντήσεις της, γνήσια, ειλικρινής και με μετριοπάθεια, παρότι γνώριζε ποια ήταν και τι είχε προσφέρει. Ο Μιχάλης Κακογιάννης την πλησιάζει και την παρακαλά να παίξει στην ταινία «Στέλλα». Εκείνη αρνείται συνεχώς, εκείνος εμμένει και ευτυχώς που την έπεισε, διότι σήμερα την απολαμβάνουμε και τη βλέπουμε στον φωτογραφικό φακό. Θεωρούσε ότι το σινεμά δεν της πήγαινε και ότι δεν έγραφε στον φακό για αυτό, μετά τη μεταφορά της θεατρικής της επιτυχίας «Στουρνάρα 288», δεν ξαναγύρισε άλλη ταινία. Η Βέμπο ερμηνεύει Σουγιούλ, Σακελλάριο, Γιαννίδη, Αττίκ, Σακελλαρίδη, Γιαννακόπουλο, Τραϊφόρο.
Είναι η πρώτη θιασάρχης που της εμπιστεύεται τραγούδια ο Μάνος Χατζηδάκις σε παράστασή της και τα ερμηνεύει, όπως το «Είναι ένα παράθυρο», «Το φεγγάρι είναι κόκκινο», «Ο μήνας έχει 13», «Αυτή είναι η τσιγγάνα», αν και οι σχέσεις τους θα διαταραχθούν στην πορεία και θα γίνουν πλέον τυπικές. Το 1965, έχοντας γυρίσει όλον τον κόσμο, περιοδεύοντας σε Αμερική, Ευρώπη, Κύπρο, Τουρκία και Αφρική ξεκινά να αραιώνει τις θεατρικές της εμφανίσεις, γιατί η προσωπικές περιπέτειές της που δεν αφορούσαν το κοινό της, είχαν επηρεάσει την ψυχική της υγεία και αυτό είχε ως απόρροια να επηρεαστεί και η φωνή της.
Όταν η Βέμπο ήταν καλά ψυχολογικά, τότε ήταν καλή και η φωνή της. Το 1968 δίνει αποχαιρετιστήρια παράσταση στο κοινό της από τη Θεσσαλονίκη στο «Παλαί ντε Σπόρ». Μεταδίδεται ζωντανά από ραδιόφωνο και τηλεόραση, τα εισιτήρια λέγεται δε ότι πωλούνταν στη μαύρη αγορά. Η Βέμπο, έπειτα από 35 χρόνια καριέρας, συνταξιοδοτείται σε ηλικία 58 ετών με τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειάς της που την επηρέαζε συνεχώς, πολλές φορές λανθασμένα, αλλά εκείνη δεν τους κρατούσε ποτέ κακία και είχε στηριχτεί η ζωή τους αντικειμενικά από την καριέρα της . Όλο το ελληνικό θέατρο ήταν «παρών». Το 1970, διατηρώντας πάντα το θεατρικό της προφίλ με έκτακτες εμφανίσεις στο θέατρό της, όταν το έργο δεν πήγαινε καλά ή όταν της ζητούσαν να συμμετέχει στα κοινά για το όφελος του κόσμου, συγκρούεται με τη δικτατορία. Της λογοκρίνουν το έργο της και την απειλούν ότι θα της κλείσουν το θέατρο. Ζητά ραντεβού με τον Παπαδόπουλο και του απευθύνει το λόγο σκληρά, σε τέτοιο βαθμό που ο σύζυγός της Μίμης Τραιφόρος είχε δηλώσει ότι φοβήθηκε εκείνη τη στιγμή ότι θα τους κλείσουν φυλακή. «Το έργο θα ανέβει έτσι όπως είναι και αν θέλετε να έρθετε το βράδυ να μας συλλάβετε όλους». Κανένας δεν την άγγιξε , το θέατρο λειτούργησε κανονικά εκείνο το βράδυ, αλλά οι γνωστοί άγνωστοι, έπειτα από μέρες, της το έσπασαν μέσα σε μία νύχτα.
Συνεχίζει τη ζωή της στην οδό Στουρνάρη απέναντι από το Πολυτεχνείο. Συμμετέχει ως πρωταγωνίστρια για τελευταία φορά το 1972 σε μουσική ηθογραφία και αποδέχεται με ευγνωμοσύνη το κλειδί της πόλεως των Αθηνών από τον Δήμο Αθηναίων για την προσφορά της στον πολιτισμό. Εκεί η Βέμπο τραγουδά με ηχογραφημένα τραγούδια, όπου οριστικά σταματάει τις δημόσιες εμφανίσεις. Δεν πηγαίνει σχεδόν πουθενά, αλλά δέχεται με αγάπη τους δημοσιογράφους στο σπίτι της, όταν ήθελαν να της πάρουν συνέντευξη. Το 1973 εξελίσσονται τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μέσα στον χαλασμό που επικρατεί στην Πατησίων, ο Τραϊφόρος γυρίζει σπίτι και συναντά τη Βέμπο με την μαντήλα στο κεφάλι να περιποιείται τραυματίες. Το σαλόνι γεμάτο φοιτητές και η Βέμπο να μαγειρεύει, να δίνει κουβέρτες και να περιποιείται εγκαύματα, ακούγοντας το μεγάφωνο του Πολυτεχνείου να λέει: «Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο! Στο σπίτι της κας Βέμπο έχει στηθεί πρόχειρος σταθμός πρώτων βοηθειών». Ο Τραιφόρος σαστισμένος της λέει «Τι κάνεις εκεί, βρε Σοφία; Θα μας πάνε φυλακή, θα μας σκοτώσουν, τρελάθηκες;». Εκείνη του απαντά « Άντε, βρε χέστη, δεΝ πρόκειται να μας κάνουν τίποτα». Την επόμενη μέρα, τηλεφωνεί σε όλους τους γονείς των παιδιών και όταν τους λέει ποια είναι και όταν δε την πιστεύουν αναγκάζεται να τραγουδήσει από το τηλέφωνο το «Βάζει ο Ντούτσε τη Στολή του» για να την αναγνωρίσουν. Πάντα το χιούμορ της ήταν ιδιαίτερο. Η αστυνομία της χτυπά την πόρτα και της λέει ότι έχουν πληροφορίες ότι είχε φιλοξενήσει φοιτητές. Εκείνη απαντά ότι και εσείς να είχατε έρθει με σπασμένο το κεφάλι σας θα σας είχα φιλοξενήσει, αλλά μη με απειλείτε εμένα, διότι δεν φοβήθηκα τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, δεν θα φοβηθώ εσάς τώρα. Κανείς δεν άγγιξε τον θρύλο, έγραψε η New York Times, μετά την πτώση της δικτατορίας.
Ο Καραμανλής επιστρέφει στην Ελλάδα και στο Παναθηναϊκό στάδιο της ζητάει να τραγουδήσει. Εκείνη δεν αρνείται, παρόλο που θυμόταν το 1960 ότι της είχε αρνηθεί, όταν ζήτησε εκείνη δάνειο. Εμφανίζεται, τραγουδά «Παιδιά,της Ελλάδος Παιδιά» και τα τανκς γονάτισαν εκείνη τη βραδιά για τα παιδιά του Πολυτεχνείου, όπως και ένα τραγούδι για την Κύπρο, το οποίο δεν ηχογραφήθηκε ποτέ. Όλος ο κόσμος ζητωκραύγαζε, 20.000 θεατές όρθιοι φώναζαν «Καραμανλή, Καραμανλή, η Βέμπο στη Βουλή». Εκείνη, όμως, ούτε λόγος για την πολιτική, εγώ ανήκω στο τραγούδι, θέλω να είμαι γνήσια και ειλικρινής, είχε δηλώσει. Δεν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός, όπως πολλοί άλλοι καλλιτέχνες της εποχής.
Η Βέμπο έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωή της απομονωμένη, με συντροφιά λίγους φίλους ηθοποιούς και τους συγγενείς της. Τα καλοκαίρια έκανε διακοπές σε εξοχική κατοικία στο Πόρτο Χέλι που της είχε παραχωρήσει ο τότε δήμαρχος, φανατικός θαυμαστής της. Δεν παραπονέθηκε ότι ο κόσμος την έχει ξεχάσει, αλλά η φωνή της πίστευε πως την είχε προδώσει και θεωρούσε τον εαυτό της υπαίτιο, δεν ήταν όμως πραγματικότητα. Η Βέμπο ευαίσθητη όπως ήταν δεν ήθελε να δυσαρεστεί κανένα και μέσα από τον δυναμικό της χαρακτήρα, έκρυβε αυτή την αδυναμία της, με αποτέλεσμα να κάνει κακό στην υγεία της.
Το Μάρτιο του 1978 έφυγε από τη ζωή στο σπίτι της, από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας ερμηνεύσει 500 τραγούδια, έχοντας παίξει σε 300 θεατρικά έργα και τραγουδήσει σε Ελλάδα και εξωτερικό σε 250 συναυλίες, αρκετές φορές δίχως μισθό. Ο θάνατός της μεταδόθηκε ως έκτακτη είδηση από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες ο θάνατός της με την ώρα της κηδείας. Στο Α’ Νεκροταφείο συνέβη το αδιαχώρητο μέχρι που η αστυνομία διέκοψε την κυκλοφορία. Ο κόσμος πήγε να αποθεώσει την καλλιτέχνιδά του. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, τραγουδιστές, συνθέτες, ηθοποιοί, μεγαλύτεροι και νεότεροι, που έζησαν μαζί της και εργάστηκαν στο θέατρό της, συγγραφείς και ποιητές, ήταν όλοι παρόντες και η φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων να παίζει την ώρα που το φέρετρό της κατέβαινε στο μνήμα το «Παιδιά, της Ελλάδος Παιδιά».
Η μεγάλη ερμηνεύτρια και ηθοποιός τιμάται ακόμα και σήμερα. Είτε για την προσφορά της στον πόλεμο είτε στον πολιτισμό. Και όταν γίνεται αυτό, τότε σημαίνει ότι ο λαός έχει ταυτιστεί με ένα όραμα, με μία προσωπικότητα, με έναν χαρακτήρα. Τελικά, αυτό για τη Βέμπο ήταν μεγάλο κατόρθωμα, το να είσαι πρότυπο ανθρώπου, πρότυπο γυναίκας, διότι τη Σοφία τη θαύμαζε ο γυναικείος πληθυσμός και αυτό αποτελούσε προτέρημα για μία γυναίκα. Στο μνήμα της αναγράφεται: «Σοφία μου αλύγιστη ή Δόξα σου είναι τόση που δεν μπορεί δεν γίνεται πιο πάνω να ψηλώσει και η ψυχή σου ανέβηκε τόσο ψηλά απ’ το σώμα που είσαι Σοφία μου ουρανός δεν είναι πλέον χώμα». Η τραγουδίστρια του αιώνα έγινε ουρανός, είναι ο ουρανός της Ελλάδας, το πνεύμα της, τα ιδανικά της, ας τον απολαμβάνουμε καθημερινώς και ας ζούμε με την καθαρότητά του.