Θεσσαλονίκη. Αν τα βάλεις στη σειρά, φτάνεις Θεσσαλονίκη. Μη σου πω και πιο μακριά! Τα βιογραφικά μου! Τα βιογραφικά που έστειλα όλον αυτόν τον καιρό που είμαι άνεργος και ψάχνω για το οτιδήποτε. Από γκαρσόνι μέχρι θέση στο αντικείμενό μου. Φιλόλογος. Όχι, δεν το λέω για να το θυμάστε εσείς.
Το λέω μήπως και το θυμηθώ εγώ, γιατί έχω να μπω σε τάξη από πέρσι τον Φλεβάρη -του ’13!- και είμαι σίγουρος πως, αν ξανασυμβεί ποτέ αυτό, θα γυρίζω γύρω-γύρω σαν το αποχαυνωμένο και θα περιεργάζομαι τον χώρο σαν Κινέζος τουρίστας το μουσείο της Ακρόπολης! Θα φωτογραφίζομαι αγκαλιά με τα θρανία λες και είναι οι Καρυάτιδες που επέστρεψαν! Πολύ θα το‘θελα…! Ναι, και το να επιστρέψουνε οι Καρυάτιδες, δεν λέω, αλλά στην παρούσα φάση, εννοώ να ξαναμπώ σε τάξη. Κι ας κάνω τον Κινέζο! Σάμπως τον Κινέζο δεν κάνω τόσον καιρό που προσποιούμαι ότι μπορώ και ζω καλά χωρίς δουλειά και συντηρούμενος στα 33 μου (και κάτι μήνες, εντάξει…) από τους γονείς μου; Κι έτσι αποφασίζεις να κάνεις ό,τι δουλειά προκύψει. Εκτυπώνεις τόσα βιογραφικά για τα οποία το μελάνι που χρειάζεται ο εκτυπωτής σου δεν το εκκρίνουν ούτε όλες οι σουπιές των ελληνικών θαλασσών μαζεμένες και παίρνεις τους δρόμους κι αρχίζεις και μοιράζεις (μόνο σε ταράτσες δεν ανέβηκα να τα πετάω σαν feuille volante προεκλογικής διαδήλωσης). Και κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και σε καλούν σε interview. Και πας στο interview. Και εκεί είναι μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος. Στην κυριολεξία.
Όλοι οι κλάδοι των ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας. Καθηγητές, θεατρολόγοι, γεωπόνοι, αρχαιολόγοι, θεωρητικοί, πρακτικοί και λοιποί απόφοιτοι, τόσοι που αισθάνεσαι ξαφνικά ότι βρίσκεσαι σε reunion Πανεπιστημίου. “Your face sounds familiar”: Ποτέ ξανά τόσοι πτυχιούχοι δεν βρέθηκαν μαζί στον ίδιο χώρο! Το γεγονός ότι στις περισσότερες από αυτές τις δουλειές ο υπεύθυνος που σου παίρνει τη συνέντευξη είναι συνήθως λιγότερο μορφωμένος από σένα, δεν ξέρει να χρησιμοποιεί σωστά τη γλώσσα και είναι απλώς κατηρτισμένος στο αντικείμενο στο οποίο εργάζεται (στην καλύτερη περίπτωση, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που οι γνώσεις του είναι και σ’ αυτό ελλιπείς), δεν θα μπω στον κόπο να το σχολιάσω, γιατί θα μου θυμίσω αδικημένους παίχτες talent show που, όταν απορρίπτονται, τα βάζουν με την -άσχετη πάντα- κριτική επιτροπή, λες και δεν ήξεραν όταν πήγαιναν ποιος θα τους κρίνει. Άλλωστε όποιος έχει περάσει απ’ τον στρατό έχει καταλάβει πως «ανώτερος» δε σημαίνει πάντα και «πιο άξιος» και έχει μάθει να το αντέχει αυτό. Όπως έχει μάθει κι αυτήν την περιβόητη «πειθαρχία», όσο παρεξηγημένα κι αν προσπάθησαν να του τη διδάξουν. Έχει καταλάβει πάντως -και αυτό είναι πειθαρχία- πως, όταν δεν περνάς καλά σε μια δουλειά, είτε σηκώνεσαι και φεύγεις είτε καταπίνεις την πίκρα σου -τρως το πολύ- πολύ και μια καραμέλα, έτσι, να γλυκάνει λίγο η γεύση- και υπομένεις γιατί την έχεις ανάγκη.
Και δεν είναι ότι υπομένεις το στραβό αφεντικό, τον άσχετο υπεύθυνο, τον χαμηλό μισθό… Αυτά γνωρίζεις εξ αρχής πως ίσως να τα συναντήσεις. Υπομένεις την έλλειψη. Την έλλειψη του αντικειμένου σου. Την έλλειψη της τάξης που θα την κοιτάς σαν αποχαυνωμένο και των θρανίων που θα αγκαλιάζεις σαν τις Καρυάτιδες που επέστρεψαν. Την έλλειψη του πρωινού ξυπνήματος για κάτι που αγαπάς. Εκείνης της γλυκιάς κούρασης το βράδυ που -ενώ μες στο κεφάλι σου κάνουν διαδήλωση Αρχαία Ελληνικά και Ιστορία, με την Έκθεση να παίρνει την ντουντούκα και να παίζει κι εκείνη ενεργό ρόλο στην πορεία- εσύ πέφτεις για ύπνο ευχαριστημένος, γιατί κάνεις αυτό που αγαπάς. Την έλλειψη του να κάνεις αυτό που αγαπάς.
Τη δουλειά μου τη λατρεύω. Τόσο που έκανα για εκείνη τη μεγαλύτερη θυσία: Την παράτησα. Ναι, θα μπορούσα να δουλεύω κάπου… Σε ένα φροντιστήριο ίσως, με λίγα χρήματα, με ανθρώπους που κάνουν απλώς τη δουλειά τους και έγιναν καθηγητές, γιατί αυτά τα μόρια κατάφεραν να πιάσουνε στις Πανελλήνιες ή ακόμα και με κάποιους που μπήκαν στο Πανεπιστήμιο από επιλογή, αλλά σήμερα έχουν ξεχάσει τους λόγους που αγάπησαν αυτήν τη δουλειά και απλώς την κάνουν. Δεν ξέρω… Ίσως και να ‘μαι πια πολύ ρομαντικός… Αν και, για να πω την αλήθεια, ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι. Εκτός κι αν είναι τόσο εξιδανικευμένο να κάνεις τη δουλειά σου χωρίς να περνάς άσχημα. Προτιμώ να περνάω άσχημα σε οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, παρά στην τάξη μου. Γι’ αυτό εκτυπώνω βιογραφικά που, αν τα ενώσεις, φτάνεις στη Θεσσαλονίκη -μη σου πω και πιο μακριά, γι’ αυτό δίνω το ένα interview μετά το άλλο, γι’ αυτό ανακαλώ την, παρεξηγημένα, διδαγμένη στρατιωτική μου «πειθαρχία». Γι’ αυτό έχω να μπω από πέρσι τον Φλεβάρη -του ‘13! Γιατί δε φταίει μόνο η ανεργία. Αλλά και η εργασία που απλώς διεκπεραιώνεται. Κι αυτό είναι στο χέρι μας να αλλάξει. Δεν έχουμε επιλέξει όλοι μας να κάνουμε αυτό που μας αρέσει -και το «πώς» και το «γιατί» είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα. Ας προσπαθούμε όμως τουλάχιστον να μη δυσκολεύουμε τους άλλους που το επέλεξαν και το αγαπούν ακόμα. Κι όσο για μας που το αντικείμενο μας είναι και η αγάπη μας, ίσως να έπρεπε να αναθεωρούμε κάποιες φορές τα κριτήρια με τα οποία επιλέγουμε μια δουλειά. Όταν και αν έχουμε ασφαλώς τη δυνατότητα.
Υ.Γ.: Ο πιο μορφωμένος κλάδος που υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι αυτός των σερβιτόρων. Από καλλιτέχνες μέχρι και επιστήμονες είναι αυτοί που σου σερβίρουν τον καφέ ή το ποτό σου, γι’ αυτό ας το παίξουμε λιγότερο έξυπνοι και ανώτεροι την επόμενη φορά που θα θέλουμε να βγάλουμε τα απωθημένα μας σε κάποιον. Όχι ότι, αν ήταν αγράμματοι και απαίδευτοι, σημαίνει πως θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται αγενώς, αλλά τώρα έχουμε έναν λόγο παραπάνω…