«Αχ βρε Σπύρο…», ξέφυγε από το στόμα της Αρετής, σαν αναστεναγμός. «Καλά που έχω κι εσένα!»
Ο Σπύρος έσκυψε προς το μέρος της και την κοίταξε στα μάτια διερευνητικά. Μεγάλα μάτια. Πράσινα. Ούτε το χρώμα ήταν όμως ούτε το σχήμα. Βλέμμα σαν καλοακονισμένο δόρυ. Να σε τρυπάει ανάμεσα στα μάτια. Ανάμεσα στην καρδιά. Ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια σου. Η Αρετή, μία που τον κοίταξε και μία που κατέβασε το κεφάλι ένοχα. Υπάρχουν άνθρωποι που μιλάς μαζί τους δίχως λέξεις. Σπάνια περίπτωση. Σε κάποιους ανθρώπους δεν συμβαίνει ποτέ αυτό. Σε εκείνους που έχει συμβεί, ξέρουν καλά πως είναι ευλογημένοι. Είναι αλλιώτικη η σιωπή όταν την μοιράζεσαι με τον αέρα που αναπνέεις.
Αλλιώτικο είναι και το χάδι. Πόλος με φορτίο είναι. Σε φορτίζει όπου ακουμπάει. Σπάνε οι λύπες και οι φόβοι, σαν άλατα γραπωμένα στις αρθρώσεις του αυχένα. Λύπες, φόβοι και πικρίες που πετρώνουν στον λαιμό και δεν μπορείς να καταπιείς. Και δεν μπορείς να γυρίσεις το κεφάλι. Κανείς δεν γυρίζει το κεφάλι να κοιτάξει πια. Και πας μονόπαντα, σαν τον λύκο. Λύκος γίνεσαι κι εσύ. Αυχενικό το λένε τώρα. Όταν ήμασταν παιδιά ούτε που το είχαμε ακούσει ποτέ. Μια τέτοια κουβέντα είχαν κάνει ένα κρύο βράδυ που έβλεπαν, κουκουλωμένοι στον καναπέ, μία ταινία κινουμένων σχεδίων. Από εκείνο το βράδυ , όταν έλεγαν για κάποιον ότι έχει αυχενικό, εννοούσαν ότι είναι εντελώς αδιάφορος και απορροφημένος στον εαυτό του. Ένας άνθρωπος εγωπαθής που δεν θα γυρίσει ποτέ να δει τι κάνεις ή τι νιώθεις. Ένας άνθρωπος ψυχικά μονοκόμματος, όπως η ανατομική δυσκαμψία στον λαιμό των λύκων, που τους αναγκάζει να γυρίζουν ολόκληρο το σώμα τους προς την κατεύθυνση που θέλουν να κοιτάξουν.
«Αυτός είναι ο λόγος που τον πόνο στον λαιμό, που δεν μας αφήνει να γυρίσουμε το κεφάλι, τον λέμε λυκόπιασμα», της είχε εξηγήσει με το στόμα του γεμάτο ποπ κορν. «Και επειδή εκεί έξω έχει γεμίσει ο τόπος από μαλάκες με λυκόπιασμα, που ούτε γυρίζουν να σε κοιτάξουν, κοίτα να φέρεσαι καλά στην πάρτη σου. Και όσο για τον λεγάμενο… Ποιο λυκόπιασμα; Αυτός έχει προχωρημένο αυχενικό. Για κολάρο είναι! Τον πούλο πες του!»
«Είσαι εντελώς ισοπεδωτικός και σκληροπυρηνικός. Δεν είναι ακριβώς όπως τα λες. Αν δεν ένιωθε κάτι για μένα, τότε γιατί να με παίρνει τηλέφωνα και να κλαίει; Να μου λέει ότι μ’ αγαπάει;», τον είχε ρωτήσει πατώντας την παύση στο dvd.
«Σου έχω πει πολλές φορές ότι οι άντρες, προκειμένου να γα….σουμε, μπορούμε να πούμε και να κάνουμε πολλές μαλακίες! Τι δεν καταλαβαίνεις;»
«Ναι, αλλά μετά από τόσα χρόνια, αν δεν με αγαπούσε θα είχε βαρεθεί. Και μην ξεχνάς ότι είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του έδερνε τη μάνα του.»
«Και τι θέλεις τώρα; Να δείρει κι εσένα;»
Η Αρετή του πήρε το μπολ με τα ποπ κορν από τα χέρια για να τον εκδικηθεί για την κακία, αλλά δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια της, ενώ ο Σπύρος το συνέχιζε.
«Αυτόν ήθελε να δείρει ο πατέρας του, αλλά έμπαινε η γυναικούλα στη μέση και τις έτρωγε εκείνη. Κατάλαβες το κωλόπαιδο;
Τον είχε πάρει γραμμή ο άνθρωπος κι έλεγε να του ρίξει τίποτα ψιλές, μπας και στρώσει.»
Η Αρετή είχε κουκουλωθεί με την κουβέρτα και δεν σταματούσε να γελάει, όσο ο Σπύρος παραληρούσε με την ανόητη έμπνευσή του.
«Τι κατάλαβε κι αυτή που έμπαινε στη μέση; Και το ξύλο έφαγε και δεν γλύτωσε και τον γιο της από το αυχενικό», ολοκλήρωσε την κουβέντα του και έχωσε στο στόμα του μια τεράστια χούφτα ποπ κορν, που τη μασούλισε αηδιαστικά, κολλώντας επίτηδες το πρόσωπό του στο δικό της. Η Αρετή τον έσπρωξε.
«Είσαι χοντρόπετσος και βλαμμένος!»
«Είμαι γαμώ τα παιδιά και τρελαίνεσαι να κάνουμε παρέα. Παραδέξου το!»
Το παραδεχόταν ή όχι, αυτό ήταν μια μεγάλη αλήθεια και το ήξεραν και οι δύο. Είχαν μια βαθειά ψυχική και πνευματική συγγένεια. Ακουμπούσαν τα μυαλά τους. Ακουμπούσε η ποιότητα των συναισθημάτων τους. Με όλες τις κόντρες και τα πείσματα, με όλη τη χειριστικότητα που δοκίμαζαν ο ένας στον άλλο, όταν τους ξεπερνούσε η ανασφάλεια. Παγιδευμένοι σε ένα κακόγουστο αστείο μιας κακής συμπαντικής συγχρονικότητας. Ούτε φίλοι ούτε εραστές. Εκείνη, η μεγαλύτερη αγάπη που καλύτερού του φίλου και εκείνος , ένας πρώην γκόμενος της πρώτης της ξαδέλφης. Τρέχα γύρευε δηλαδή. Ο φίλος και η ξαδέλφη είχαν τραβήξει τους δρόμους τους προ δεκαπενταετίας, αλλά στη σκέψη ότι μπορεί ο Σπύρος και η Αρετή να ήταν κάτι παραπάνω από φίλοι, τους έπιανε ένα λυκόπιασμα. Να μη σου πω κι αυχενικό… Έτσι, χωρίς πολλά λόγια και συζητήσεις, είχαν αποφασίσει να είναι φίλοι. Και ενώ για χρόνια συναντιόντουσαν μόνο για κανένα καφέ, τον τελευταίο χρόνο η ζωή τους είχε φέρει πιο κοντά από ποτέ. Εκείνη βασανιζόταν επί χρόνια σε μία αδιέξοδη σχέση και εκείνος μόλις είχε χωρίσει από δεκαετή δέσμευση. Εκείνος ο χειμώνας του 2010, έμελε να είναι κρίσιμος.
Η Αρετή ανέκτησε την ταπεινωμένη της θηλυκότητα και του παραχώρησε ξανά τα ποπ κορν . Έφτιαξε τα μαλλιά της, έστρωσε την κουβέρτα στα πόδια της και άναψε τσιγάρο. Προσπάθησε να κάνει τη σοβαρή. Ήταν μία κυρία.
«Αν θες να ξέρεις…», επέστρεψε στην προηγούμενη κουβέντα τους «…και βέβαια μου αρέσει που κάνουμε παρέα! Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζω την χοντρόπετση πλευρά σου όμως».
Στην πραγματικότητα ήξερε πως αυτό που μόλις είχε ξεστομίσει δεν ήταν αλήθεια. Τον έλεγε χοντρόπετσο επειδή αποζητούσε άλλου είδους παρηγοριά και όχι το πικρόχολο χιούμορ του. Ο Σπύρος άνοιξε την αγκαλιά του και την πλησίασε.
«Έλα εδώ, ρε χαζό, που θα με πεις και χοντρόπετσο. Έλα… Με τον μαλάκα που πήγες κι έμπλεξες…»
Η Αρετή έκανε μια ανίσχυρη προσπάθεια να φανεί αυτάρκης και να μην αποδεχτεί την αγκαλιά, αλλά η προσπάθεια στέφτηκε με πλήρη αποτυχία. Την έσφιγγε πάνω του πυροβολώντας της τις αλήθειες του κατευθείαν στην καρδιά.
«Ζεις σε ένα ροζ κουκούλι, Αρετή. Είσαι τόσο έξυπνη που κανείς δεν πιστεύει πόσο πολύ έχεις ανάγκη αυτό το ροζ κουκούλι σου. Πίστεψέ με, ο λόγος που με γουστάρεις είναι επειδή βρίσκω τον τρόπο να βάζω το δάχτυλό μου μέσα στο κουκούλι σου και να στο σκίζω χωρίς να πέφτεις. Κάποτε πρέπει να βγεις από εκεί μέσα και το ξέρεις. Έτσι δεν είναι;»
Και ήταν τόσο έτσι, που η Αρετή έκλαιγε πάνω του με λυγμούς. Έκλαιγε που ποτέ πριν δεν είχε νιώσει τόσο ασφαλής και γεμάτη, όσο εκείνες οι στιγμές που μπορούσαν να είναι ενήλικοι και να πετάνε ο ένας στον άλλο ποπ κορν σαν να ήταν παιδιά.
Να γελάνε. Να μιλάνε με αλήθειες.
«Αχ, βρε Αρετή… Πόσο αλλού είσαι; …», αναστέναξε. Εκείνη ανασήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε όλο απορία. Αναρωτήθηκε τι εννοούσε με αυτό το «αλλού» που της πέταξε και ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει.
«Τι εννοείς , αλλού;», την παρίστανε ο Σπύρος προλαβαίνοντάς την και την έπιασαν τα γέλια. «Τι γελάς; Αυτό δεν θα έλεγες;»
«Ναι, αλλά είσαι γουρούνι.»
«Το είπαμε αυτό. Πέφτεις σε φρικτές επαναλήψεις».
«Εντάξει, τι εννοείς αλλού;»
Τα μάτια του Σπύρου έλαμψαν για μια στιγμή. Ξέρανε και οι δύο τι εννοούσε, αλλά εκείνη τη στιγμή είχε θυμηθεί να της μιλήσει για το «αλλού» με επιστημονικό τρόπο. Ο Σπύρος λάτρευε την κβαντική, τα μαθηματικά, τη φυσική και όλα εκείνα που η Αρετή δεν ήθελε να ακούει όταν πήγαινε σχολείο. Από το στόμα του όμως, όλα ακούγονταν αλλιώς. Είχαν νόημα και ενδιαφέρον.
Αφού ήταν αλλού, τουλάχιστον θα ήξερε πώς ορίζεται το αλλού επιστημονικά. Τον κοιτούσε στα μάτια και χαιρόταν να τον ακούει να της μιλάει για το «αλλού», με λόγια απλά. Της εξήγησε πως η κίνηση που έκανε να φάει ένα ποπ κορν, στα μάτια της φαίνεται πως έγινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή και πως αν την ρωτήσεις να σου πει πότε έγινε, θα σου πει τώρα. Στην πραγματικότητα όμως, η εικόνα αυτή μεταφέρεται με την ταχύτητα του φωτός και ο χρόνος που έγινε η κίνηση είναι ίσος με τον χρόνο που χρειάστηκε το φως να μεταφέρει την εικόνα. Απειροελάχιστος μεν, αλλά όχι τώρα. Είναι πάντα κάτι που έχει συμβεί λίγο πριν. Της εξήγησε μάλιστα ότι μπορούμε να δούμε μόνο ότι υπάρχει μέσα στον κώνο του φωτός. Συνεπαρμένος με το θέμα, πήρε έναν φακό από την κουζίνα, επέστρεψε στο σαλόνι, έσβησε το φως και άναψε τον φακό.
«Βλέπεις τη δέσμη του φωτός;» τη ρώτησε ενθουσιασμένος.
«Τη βλέπω!» του απάντησε με παιδική περιέργεια.
«Αυτό λέγεται κώνος φωτός και μπορούμε να δούμε όλα όσα συμβαίνουν μέσα στον κώνο αυτό. Όλα όσα είναι έξω από τον κώνο του φωτός ονομάζονται αλλού. Αυτό είναι το αλλού.»
«Ναι , αλλά το γεγονός ότι δεν βλέπουμε το αλλού, δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνουν πράγματα στο αλλού… Έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε όλο αγωνία για την απάντηση.
«Αρετή μου! Αρετή μου! Γι αυτό σε πάω! Για τον τρόπο που σκέφτεσαι», έσβησε τον φακό και ξάπλωσε στα πόδια της. Η Αρετή χάιδεψε τα μακριά του μαλλιά κι εκείνος της κράτησε το χέρι μέσα στο σκοτάδι. Μέσα στο αλλού τους.
Στις 6 Ιανουαρίου του 2014 είχε τα γενέθλιά του και είπε να το επισπεύσει. Του πήγε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Τη ρώτησε να του πει τα νέα της κι εκείνη παραδέχτηκε πως τραβιόταν με τον ίδιο μαλάκα και πως μόλις χώρισε μαζί του οριστικά. Αφού πρώτα την έκανε κουρέλι και της φέρθηκε τόσο σκληρά, όσο δεν χωρούσε στην πιο άγρια φαντασία της.
«Στο είχα πει», της είπε με το χαμόγελο του θριαμβευτή. Σχεδόν σαν να χαιρόταν με τα δεινά της. «Ο άνθρωπος έχει προχωρημένο αυχενικό!»
Στην αρχή θύμωσε η Αρετή. Δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή να αρχίσει τα δικά του. Κανείς δεν είναι τέλειος όμως. Γιατί να είναι ο Σπύρος; Το χιούμορ του ήταν αναμφισβήτητο και πάντα μαύρο, σαν πικρή κομεντί. Ωστόσο, κατείχε την τέλεια συνταγή για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η Αρετή χαμογέλασε με μερικά δευτερόλεπτα καθυστέρηση και κλώτσησε το πόδι του με τη μύτη του παπουτσιού της.
«Γουρούνι! Ε, γουρούνι!», τάχα τον επέπληξε, με επιτηδευμένα παραπονεμένη φωνή. Εκείνος μούγκρισε κάτι σαν «Εγώ;» , παριστάνοντας το γουρούνι, και η Αρετή τον έσπρωξε ξανά και ξανά υπονοώντας ότι τον ήθελε σοβαρό για την περίσταση.
«Έλα, ρε Σπύρο, σταμάτα! Εγώ σου μιλάω σοβαρά…»
Ο Σπύρος σταμάτησε απότομα να χαζογελάει και πήρε ένα ψαρωτικά επίσημο ύφος.
«Αποκλείεται να μου μιλάς σοβαρά, γιατί δεν είσαι σοβαρή. Καμία σοβαρή γυναίκα δεν θα εξακολουθούσε να έχει σχέση με έναν τέτοιο μαλάκα, αρχηψευταρά. Έλεος, Αρετή! Έλεος!»
«Έχεις δίκιο. Αλλά τώρα τελείωσε. Έχει χρόνια που δεν ζω σε ροζ κουκούλι. Κάνει κακό στο αυχενικό μου. Απλώς δεν μπορώ να καταλάβω πώς άφησα να περάσουν τόσα χρόνια, κάνοντας ότι δεν ήξερα.»
«Θες να πάω να τον δείρω;»
«Το ήξερα ότι θα το πεις αυτό. Ξέρω ποια είναι η κάθε επόμενη φράση σου, σε καθετί που θα πω!», του χαμογέλασε.
«Κι εγώ ξέρω ποια είναι η επόμενη φράση σου σε καθετί που θα πω. Καλύτερα να μη μιλάμε λοιπόν.»
«Δεν εννοούσα αυτό. Ίσα-ίσα. Είναι μεγάλη παρηγοριά που ξέρω ποια θα ήταν η γνώμη σου σε καθετί που θα σε ρωτούσα.
Είμαι πολύ άσχημα, Σπύρο. Νομίζω πως είμαι στα πρόθυρα της κατάθλιψης.»
«Μήπως να δείρω εσένα καλύτερα, να σου περάσουν όλα;»
Η Αρετή κοίταξε τον ουρανό και χαμογέλασε μόνη της. Το γνωστό χιούμορ του Σπύρου. Μια ιδέα ειρωνείας, μια πρέζα σαρκασμού, μερικές σταγόνες αυτογνωσίας, ένα κουταλάκι υψηλού δείκτη νοημοσύνης, μια κούπα αντίληψη και ένα ματσάκι ψιλοκομμένη ενσυναίσθηση μέσα σε ένα λίτρο καθαρή ψυχή.
«Δεν βαριέσαι…», του χαμογέλασε. «Την υγειά μας να ‘χουμε!» , του είπε καθώς κοίταξε την φωτογραφία του πάνω στο λευκό μάρμαρο και άρχισε να γελάει, όπως θα γελούσε και εκείνος με ένα τόσο μαύρο και μακάβριο χιούμορ. Πέρασε το χέρι της πάνω από το χάραγμα 6 \1\1968 – 13\10\2011.
«Τα λέμε φίλε μου…», δάκρυσε και έφυγε βιαστικά.
«Ότι είναι στο αλλού , δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει», της φάνηκε να τον ακούει.
ΤΕΛΟΣ