Αυτό. Θα πιάσουμε δουλειά. Όχι βέβαια στα θρανία (πάει καιρός από τότε), αλλά στην έδρα. Ναι, δουλειά κανονική εννοώ. Απ’ αυτές με τα λεφτά. Ήρθε η ώρα μου να μπω κι εγώ σε τάξη. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ως αναπληρωτής βεβαίως, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι θα πάρω την καινούρια μου τσάντα, τα καινούρια μου μολύβια και τετράδια και με το αίσθημα της πρώτης μέρας, όπως τόσοι και τόσοι μαθητές, θα βρεθώ κι εγώ στο σχολείο!!!…
Με το αίσθημα δηλαδή εκείνων των μαθητών που πηγαίνουν χαρούμενοι στο σχολείο. Μ’ αυτό θέλω να πάω. Γιατί δεν πηγαίνουν έτσι όλοι οι μαθητές. Εγώ, για παράδειγμα, δεν πήγαινα έτσι (από κάποιο σημείο και μετά τουλάχιστον). Και δεν εννοώ ασφαλώς ότι δεν πήγαινα χαρούμενος, επειδή δε μου άρεσε το σχολείο ή επειδή ξυπνούσα πρωί ή επειδή βαριόμουνα ή επειδή δεν ήθελα να μάθω, αλλά να παίξω. Αντιθέτως, είχα μεγάλη όρεξη να μάθω. Απλώς κάποιοι απ’ τους συμμαθητές μου είχαν μεγαλύτερη όρεξη να παίξουν… Μαζί μου.
Στέκομαι έξω απ’ την πόρτα του σχολείου ακίνητος, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο σώμα μου να κρατάνε την τσάντα μου και το σχολείο τεράστιο μπροστά στα μάτια μου να κρατάει όλες τις κακές αναμνήσεις φυλαγμένες εδώ και τόσα χρόνια και να μου τις θυμίζει. Φοβάμαι. Ξαναγίνομαι εκείνος ο μικρός Χρόνης Παπαζήσης, μαθητής Δημοτικού (και Γυμνασίου και Λυκείου… Κράτησε, δυστυχώς, πολύ το παιχνίδι των συμμαθητών μου μαζί μου), που περνούσε την πόρτα του σχολείου με σκυμμένο κεφάλι, αλλά ό,τι κι αν έκανε δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητος.
Στέκομαι έξω απ’ την πόρτα του σχολείου ακίνητος, με δεκάδες παιδιών δίπλα μου να τρέχουν, να φωνάζουν, να γελάνε και προσπαθώ να καταλάβω πόσα από αυτά δεν έχουν έρθει χαρούμενα στο σχολείο, όχι όμως επειδή δεν έχουν όρεξη να μάθουν. Αλλά επειδή δεν έχουν όρεξη να γίνουνε και φέτος το παιχνίδι των άλλων, το αστείο που θα κάνει τους άλλους να γελάσουν, η εξυπνάδα που θα τους κάνει σπουδαίους στην παρέα τους. Επειδή δεν έχουν όρεξη να ασχοληθεί και φέτος κάποιος με τα παραπάνω τους κιλά, με τα σιδεράκια τους, με τα γυαλιά τους, με τη θηλυπρέπεια ή την αρρενοπρέπειά τους, με κάποιο οικογενειακό τους θέμα, με οποιαδήποτε τέλος πάντων ειδική ή γενική ανάγκη τους, υπαρκτή, ανύπαρκτη ή μεγαλωμένη στο πλαίσιο του σχολικού χαβαλέ. Επειδή δεν έχουν όρεξη να «απαγορεύεται» να απαντήσουν σε όλα αυτά γιατί θα τους την έχουνε στημένη κάποιοι, κάπου, κάποτε για να τους εξηγήσουν -όχι και με τον ευγενέστερο των τρόπων- το «λάθος» τους.
Στέκομαι έξω απ’ την πόρτα του σχολείου ακίνητος και σκέφτομαι όμως πως και οι δυο αυτές κατηγορίες παιδιών είναι παιδιά δικά μας. Εμείς τα μεγαλώνουμε, εμείς τα κάνουμε αδύναμα ή σκληρά, θύματα ή θύτες, εμείς τα κλείνουμε στο διάλειμμα μέσα στην τάξη χωρίς παρέες ή τα αμολάμε στην αυλή να συναγωνίζονται στο σχόλιο με τα φιλαράκια τους. Καμία από τις δύο κατηγορίες δεν είναι λιγότερη προβληματική από την άλλη και αυτό το λέω εγώ που ανήκα κάποτε στην πρώτη.
Η προβληματική κατηγορία είναι πάντα οι μεγάλοι. Και, στην προκειμένη περίπτωση, το λάθος τους έγκειται στην άγνοιά τους. Δεν ξέρουν σε ποια κατηγορία από τις δύο εντάσσουν άθελά τους τα παιδιά τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν στο σχολείο τα παιδιά τους. Το μόνο που ξέρουν είναι οι βαθμοί και οι απουσίες τους. Κανείς δε ρωτάει για τα υπόλοιπα. Κι όσο δε ρωτάει, κανείς δεν πρόκειται και να μιλήσει. Δεν μπορούμε να αναρωτιόμαστε γιατί δε μας εκθέτει κάποιος (και ειδικά ένα παιδί) το όποιο πρόβλημά του, αν εμείς δεν έχουμε προετοιμάσει το έδαφος γι’ αυτό. Αν δεν δείξουμε ότι ενδιαφερόμαστε να ακούσουμε. Και τις δύο κατηγορίες. Και αυτήν που δε μιλάει γιατί ντρέπεται ή φοβάται, αλλά και την άλλη που θεωρεί πως κάνει κάτι φυσιολογικό, άρα και ανάξιο συζήτησης.
Στέκομαι έξω απ’ την πόρτα του σχολείου ακίνητος και ακούω το κουδούνι να χτυπάει. Και σκέφτομαι για πρώτη φορά στη ζωή μου πως δεν είναι μόνο η σχολική χρονιά που ξεκινά κάθε Σεπτέμβρη τελικά, αλλά και μια άλλη, έξω από εδώ, στα σπίτια, στους δρόμους, στις πλατείες. Η χρονιά των μεγάλων. Η εξωσχολική τους χρονιά. Μια χρονιά που δεν χρειάζεται τσάντα, μολύβια και τετράδια, αλλά δύναμη να ακούσεις και να μάθεις. Δύναμη να καταλάβεις και να δεχτείς. Δύναμη να συζητήσεις και να μην προσπεράσεις.
Ναι, μπορεί το δικό σου παιδί να ανήκει σε κάποια απ’ τις δύο αυτές κατηγορίες. Να περνάει το διάλειμμά του πίσω απ’ την πόρτα της τάξης του ή να περνιέται για έξυπνο μπροστά στα μάτια των φίλων του. Και οι χρονιές να φεύγουν και το σχολείο να τελειώνει κάποτε κι ο μαθητής να γίνεται ενήλικος και ενεργός πολίτης. Ένας φοβισμένος ή απάνθρωπος ενεργός πολίτης. Κάπως έτσι να δεις πως θα εξελίσσονται αυτές οι δύο κατηγορίες. Και στο λέω κι αυτό εγώ που ανήκω στην πρώτη. Εγώ που στέκομαι έξω απ’ την πόρτα του σχολείου ακίνητος και δεν με πάνε τα πόδια μου να περάσω την είσοδο, λες και κάπου θα με περιμένουνε εκείνοι οι παλιοί συμμαθητές για να πούνε και να κάνουνε τα ίδια με τότε. Εγώ που φοβάμαι να ξεκινήσω τη σχολική μου χρονιά. Ίσως γιατί κάποιοι δεν ξεκίνησαν ποτέ την εξωσχολική τους. Το κουδούνι όμως χτύπησε. Και δεν μας παίρνει για κοπάνα. Σχολικούς και εξωσχολικούς. Μικρούς και μεγάλους. Αδύναμους και «δυνατούς». Γιατί όλοι σε κάποια απ’ τις δύο κατηγορίες ανήκαμε. Ε, ήρθε ο καιρός πια να κάνουμε παρέα. Τι λες; Ξεκινάμε;
Υ.Γ.: Και όσο κι αν δεν υπήρξα ποτέ μου βαθμοθήρας, νομίζω πως σ’ αυτά τα μαθήματα όχι μόνο πρέπει, αλλά επιβάλλεται όλοι να αριστεύσουμε…