ιστορίες της διπλανής πόρτας
…στην οποία δεν ξέρεις ποιος μένει!
_____________________________
“η μπέρτα μου κι εγώ” του Νίκου Μήτσα
“Βράδυ. Η ώρα περασμένες 11 κι εγώ, επιτέλους, γύριζα σπίτι. Κάποιες φορές ίσως και πιο αργά. Άνοιγα την πόρτα, ψόφιος απ’ την κούραση, έπειτα από 10 βάλε ώρες δουλειάς, και το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω ένα ζεστό μπάνιο, να τσιμπήσω κάτι και να πλύνω την μπέρτα μου πριν πέσω για ύπνο. Πώς θα τη φορούσα την επόμενη μέρα λερωμένη και μες στην τσαλάκα; Έτσι θα ‘βγαινα στη μάχη; Βρώμικος και ασιδέρωτος; Τι σόι σούπερ ήρωας ήμουν; Σούπερ ήρωας χωρίς μπέρτα και μάλιστα στην πένα δεν νοείται!
Ξυπνούσα λοιπόν το πρωί με καθαρή μπέρτα και ξεχυνόμουνα στη μάχη για να γυρίσω το βράδυ σπίτι μου με καθαρή συνείδηση. Εγώ κι η μπέρτα μου με το τεράστιο «Ε» στο κέντρο της (απ’ το «Ευθύμης», το όνομά μου) ήμασταν έτοιμοι καθημερινά να αντιμετωπίσουμε κάθε κίνδυνο, να σώσουμε οτιδήποτε θα απειλούσε έστω και στο ελάχιστο το Γκόθαμ Σίτυ! …Ε, συγγνώμη… την εταιρεία όπου δουλεύω ήθελα να πω.
Και τελικά τα καταφέρναμε. Κάθε μέρα. Είχα την ευθύνη των πάντων από την ώρα που θα πατούσα το σούπερ πόδι μου στο γραφείο μέχρι και την ώρα που θα το ‘παιρνα για να σηκωθώ να φύγω και να γυρίσω στο σπιτάκι μου και τελικά τα κατάφερνα. Και η ευθύνη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου ευθύνη, αλλά τελικά μάλλον εγώ ευθυνόμουνα γι’ αυτήν.
Διότι είσαι νέος σε μια δουλειά. Και μάλλον καλός. Κι αυτά είναι δύο στοιχεία όχι πολύ θετικά, όταν οι γύρω σου πνίγονται ή ψάχνουν κάποιον για να χώσουν. Και αρχίζουν να ‘ρχονται οι ευθύνες και να σου ζητούν ανάληψη χωρίς να το καταλαβαίνεις. Κι εσύ φυσικά λες «ναι». Και στην πρώτη και στη δεύτερη και στην τρίτη… λες «ναι» όχι επειδή είσαι νέος, αλλά επειδή ξέρεις ότι είσαι καλός. Όχι για να μη δείξεις ότι δεν μπορείς, αλλά επειδή ξέρεις ότι μπορείς και θες να το δείξεις. Ή τουλάχιστον να ικανοποιηθείς μόνος σου ότι τα κατάφερες. Ότι δεν κάθεσαι κάθε βράδυ έπειτα από τέτοια κούραση και πλένεις την μπέρτα σου άδικα, αλλά οφείλεις να την έχεις καθαρή, γιατί οφείλεις να σώσεις τον κόσμο.
Και δεν ζητάς βοήθεια. Ή, ακόμα κι αν το κάνεις, είναι για τη λάντζα. Τα ψιλολόγια. Δε ζητάς βοήθεια γιατί αισθάνεσαι υπεύθυνος των πάντων, αισθάνεσαι ενδόμυχα ότι αν εσύ δε βάλεις το σούπερ χεράκι σου σε όλα, κάτι δε θα γίνει, κάτι δε θα πάει καλά, κάτι θα ‘ναι λάθος. Κι αναλαμβάνεις τις ευθύνες που σου αναθέτουν, ρίχνοντας πάντα την ευθύνη στους άλλους που σε φορτώνουν και σου ζητούν τα αδιανόητα, ενώ η ευθύνη είναι και δική σου κομματάκι, ρε άνθρωπε, που δεν αρνήθηκες ποτέ το παραμικρό, όχι από φόβο, αλλά από ενδόμυχο εγωισμό. Γιατί ο φόβος είναι κατανοητός. Ο άλλος όμως, αυτός ο ..μπιιιιιπ… εγωισμός ως πότε θα ‘ναι κατανοητός; Και, άντε, σου λέω εγώ, είμαι καλός άνθρωπος και τον κατανοώ και τον καταπίνω και τον κάνω και γαργάρα σαν αλατόνερο για τον πονόλαιμο. Όταν όμως δεν έχει συνέπειες. Γιατί όταν έχει, φτύνω το αλατόνερο όπου βρω και εύχομαι να ‘χω και καθρέφτη απέναντί μου μπας και με πετύχω.
Διότι έπειτα από απανωτά 10 βάλε ωρών δουλειάς, έρχεται η ώρα που καταλαβαίνεις ότι μόνο σούπερ ήρωας δεν είσαι. Διότι ούτε ο Μπάτμαν ούτε ο Σπάιντερμαν ούτε ο Σούπερμαν (ούτε καν ο Σούπερ Γκούφυ) δεν έπαθαν υπερκόπωση από τις δεκάδες ώρες «εργασίας», ώστε να καταλήξουν ταβλιασμένοι στο κρεβάτι, όπως τελικά βρίσκεσαι εσύ τώρα! Δεν είσαι σούπερ ήρωας, μανούλα μου, λοιπόν! Διότι ο αυθεντικός ο σούπερ ήρωας ζει μέσα σε χάρτινες σελίδες περιοδικών κι όχι σε χάρτινους τοίχους πολυκατοικίας. Η ζωή του κινδυνεύει από έλλειψη μελάνης κι όχι από έλλειψη ύπνου.
Δεν είσαι σούπερ ήρωας, μανούλα μου, κι αν κάνεις λίγο προς τα πίσω το κεφάλι και δεις το «Ε» στην πλάτη σου, θα καταλάβεις ότι δεν είναι απ’ το «Ευθύμης» το όνομά σου, αλλά απ’ το «Εγωιστής», το παρατσούκλι σου. Βιάστηκες να το αποκωδικοποιήσεις, βρε αγόρι μου, και τελικά το μόνο που κατάφερες είναι να είσαι άρρωστος κι ο κόσμος -τι παράξενο!- να συνεχίζει τη ζωή του χωρίς τη δική σου συμβολή. «Έτσι δεν είναι;»
«Ορίστε; Τι, η ερώτηση απευθύνεται σε μένα; Ωραία ήταν όσο τα ‘λεγες μόνος σου, εμένα τώρα τι με βάζεις στην κουβέντα;» Ε, και μ’ αυτές τις ερωτήσεις τον έκανα λίγο να χαμογελάσει έπειτα από αρκετή ώρα που μονολογούσε με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο μούτρο του. Ε, τι ποιον; Τον Ευθύμη, ντε! Που τον είχαμε απέναντί μας όλη η παρέα και τον ακούγαμε να μας αναλύει το χρονικό μιας υπερκόπωσης. Ή μάλλον ενός κουρασμένου εγωισμού που κατάλαβε ότι πρέπει να αποσυρθεί.
Αυτό τον έκανε να πάθει υπερκόπωση. Η γνώση. Η γνώση ότι η μπέρτα του δεν έγραφε αυτό που νόμιζε εδώ και τόσα χρόνια. Μόλις το κατάλαβε, ξαπλώθηκε. Όχι γιατί δεν το άντεξε, αλλά γιατί ως μη σούπερ ήρωας πια μπορούσε να το πάθει, ήταν ελεύθερος να κουραστεί, να πονέσει, να πει «όχι», και μάλιστα χωρίς να νιώθει τύψεις. Ο Ευθύμης της ευθύνης μπορούσε πια να μην έχει λόγο στη σωτηρία του γραφείου και, επιστρέφοντας εκεί μετά την ξεκούρασή του, να δουλεύει -ακόμα και τις ίδιες ώρες- τουλάχιστον χωρίς το ίδιο βάρος. Εντάξει, την μπέρτα του δεν χρειάζεται να την πετάξει, μην είμαστε και υπερβολικοί… μπορεί απλώς να δώσει μια άλλη σημασία στο μονόγραμμα. Για παράδειγμα «Ε» μπορεί να σημαίνει και «Ελεύθερος»…
Ε; Γιατί όχι; Δεν ακούγεται κακό…