Τον εαυτό μου παιδί, από μικρή, μου άρεσε να παρατηρώ! Κοίταγα τους ανθρώπους, τις αντιδράσεις τους, τους μορφασμούς τους, μοιραζόμουν μαζί τους με έναν τρόπο περίεργο τις πίκρες τους, τις χαρές τους, τις αγωνίες τους, το πρώτο τους ραντεβού. Είχα μάθει να τους καταλαβαίνω, να τους ψυχογραφώ, να τους νιώθω.
Με άφηναν… Νομίζω με ένιωθαν σαν παρέα και ας ήμασταν μακριά, με τα μάτια μπορούσαμε να πούμε τόσα, ένα μειδίαμα και καταλαβαινόμασταν. Έπαιρνα μία εφημερίδα, ένα περιοδικό και τραβούσα να βρω τους γνωστούς μου άγνωστους. Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί βιώνουν κάθε συναίσθημα, πώς είναι στη ζωή τους, αν είναι παντρεμένοι ή όχι, αν έχουν παιδιά ή σκυλιά, πώς κλαίνε, πώς γελάνε. Πολλές φορές τους φοβόμουν, τους ένιωθα τόσο μπερδεμένους, μπλεγμένους μέσα στις δικές τους σκέψεις και άλλαζα το βλέμμα μου, έψαχνα τον επόμενο που θα ήταν άξιος παρατήρησης. Φαίνεται περίεργο και ψυχωτικό αυτό που έκανα, αλλά δεν είναι… Ήταν ο δικός μου τρόπος να ξεχνώ τα προβλήματά μου, τις σκέψεις μου, να αφοσιώνομαι σε κάτι άλλο, σε κάποιον άλλο, σε κάτι καινούριο για μένα, κάτι που προσπαθούσα και ήθελα να το ανακαλύψω. Πολλές φορές κάποιοι δεν με άφηναν μου έριχναν εκεί το σατανικό βλέμμα που ρίχνουμε όλοι όταν η παρατηρητικότητα κάποιου μας ενοχλεί, ε, εκείνο. Άλλαζα το βλέμμα μου, δεν ήθελα να γίνω ενοχλητική ήθελα απλά να παίξω!Ένιωθα σαν παιδί.
Νομίζω πολλοί από εσάς θα έχετε παίξει εκείνο το παιχνίδι, όταν κάνατε ταξίδι μεγάλο με το αμάξι. Ο μπαμπάς σοβάρευε και σου έλεγε με στόμφο: «Θέλω να μου μετρήσεις όλα τα κόκκινα αμάξια, ή όλους τους οδηγούς με μουστάκι». Από τότε έβαζα τα δυνατά μου, λες και μου λεγε να λύσω το Κυπριακό, κόλλαγα τη μούρη στο τζάμι και προσπαθούσα να τα καταφέρω! Παρατηρούσα τα αμάξι και, κάθε φορά που έβρισκα αυτό που μου είχε ζητηθεί, αναφωνούσα όλο χαρά: «Ένα, δύο….» και όσο πιο πολλά έβρισκα τόσο πιο χαρούμενη και επιτυχημένη ένιωθα και οι δικοί μου γελούσαν με την αφέλειά μου την παιδική και τα γύρω αμάξια που με έβλεπαν να τους παρατηρώ γελούσαν και αυτά. Ίσως γιατί η φάτσα μου γινόταν ένα με το τζάμι και, επειδή είχα και μεγάλα μάτια, φαινόμουν σαν εξωγήινος. Κανέναν δεν ενοχλούσα τότε με την παρατηρητικότητά μου. Στον κόσμο των μεγάλων όμως είναι όλα διαφορετικά και παρεξηγήσιμα. Σήμερα πήρα τη Νιόβη, το σκυλάκι μου, πήγαμε βόλτα στην Τεχνόπολη, κάτσαμε σε ένα παγκάκι!
Δεν ήμουν και πολύ χαρούμενη, προβλήματα και σκοτούρες από τον μπερδεμένο κόσμο των μεγάλων και είπα να παίξω αυτό το παιχνίδι. Θα έβρισκα όλες τις κοπέλες με φούστα… Βρήκα μία και αυθόρμητα είπα «Ένα…», ξανασώπασα, κοίταξα γύρω μου να δω αν με έχει ακούσει κανένας. Ευτυχώς όλοι οι μεγάλοι δεν σε παρατηρούν πια, αλλιώς θα με κοίταζαν λες και ήμουν τρελή, όμως όχι απλά ήθελα να νιώσω και πάλι παιδί, να ξεχάσω ότι είμαι άνεργη, ότι έχω και άλλα θέματα δικά μου, τα παιδιά δεν τα απασχολούν αυτά. Μόνο γελάνε και είναι τόσο έντονο το γέλιο τους που το λατρεύω, χαίρονται που θα δουν ένα περιστέρι να πετάει ή την κυρία με τα μπαλόνια και βγάζουν εκείνη τη τσιριχτή κραυγή χαράς. Την έχω νιώσει πολλές φορές και την κρύβω, την ενοχοποιώ.
Πρέπει να είμαι σοβαρή, δεν είμαι πια παιδί, έτσι θα πουν πολλοί. Όμως ποιος το λέει αυτό και από τι ορίζεται; Από μία ηλικία; Ας το σκεφτούμε διαφορετικά: Είμαι 26, άρα 2+6=8! Αυτό είναι, είμαι πολύ μικρή ακόμα και έχω χρόνια μπροστά μου να παίζω ανέμελα παιδικά παιχνίδια! Και εσείς όλοι, έτσι να σκέφτεστε!!!