Η δικαστική σας διαμάχη με ένα site αναδημοσιεύσεων που αναπαρήγαγε τη συνέντευξη με τον Ιταλό Φωτογράφο Οliviero Toscani είχε τελικά αίσιο τέλος;
Αισθάνεστε ότι σήμερα τέτοιες κινήσεις του να βρεις το δίκιο σου δύσκολα θα το καταλάβει κάποιος αν ο ίδιος δεν το έχει βιώσει;
Και ναι και όχι. Δεν πρέπει να υποτιμούμε την κοινή γνώμη. Πιστεύω ότι οι αναγνώστες αντιλαμβάνονται τι σημαίνει να βγάζει κάποιος χρήματα με τον κόπο και την προσπάθεια του άλλου. Αρκεί να τους επικοινωνούμε αυτή την αλήθεια. Το δυστύχημα είναι ότι αυτό δεν αποτελεί μια εύκολη υπόθεση. Αφενός γιατί είναι δύσκολο να γνωρίζουμε κάθε φορά σε ποιον ιστότοπο έχει επικολληθεί μια αντιγραφή (αν και υπάρχουν χρήσιμα εργαλεία στο διαδίκτυο για αυτόν το σκοπό) και αφετέρου γιατί είναι αδύνατον να φτάσει ο δημιουργός του πρωτότυπου σε όλους τους επισκέπτες του ιστότοπου που φιλοξένησε το αντίγραφο, ιδιαίτερα αν αυτός ο ιστότοπος είναι περισσότερο «δημοφιλής».
Τελικά ο κόπος, ο χρόνος το άγχος και το ηθικό κόστος είναι μετρήσιμα;
Είναι ανυπολόγιστα, πραγματικά. Το κόστος για τη διαμαρτυρία με νομικά μέσα είναι υπερπολλαπλάσιο από το όποιο όφελος θα έχει τελικά ο ιστότοπος που απευθύνεται στη δικαιοσύνη. Επιπλέον, αν λάβετε υπόψη την ταχύτητα με την οποία εκδικάζονται αυτές οι υποθέσεις(παίρνει κυριολεκτικά πολλά χρόνια μέχρι να καταλήξουν σε οριστικές αποφάσεις), τότε συμπεραίνετε εύκολα ότι δεν υπάρχει ουσιαστική δικαίωση. Ελάχιστοι άνθρωποι θα θυμούνται την υπόθεση και το επίμαχο υλικό και ακόμη λιγότεροι θα ενημερωθούν για το ζήτημα. Η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για αδιέξοδο.
Πώς αισθανθήκατε που πρωτόδικα δικαιωθήκατε από τη Δικαιοσύνη;
Η δική μας περίπτωση, που αφορούσε στην αντιγραφή μιας συνέντευξής μου με τον διάσημο Ιταλό φωτογράφο της Benetton Oliviero Toscani, είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα για ό,τι σχολίασα στην προηγούμενη ερώτησή σας. Ένας τεράστιος ιστότοπος, που φιλοξενεί κατά κανόνα αντίγραφα αναδημοσίευσε ολόκληρη τη συνέντευξη χωρίς ενεργό σύνδεσμο στο maga.gr και απαλείφοντας το όνομά μου ως λήπτη της συνέντευξης. Κάναμε αγωγή, την οποία κερδίσαμε πρωτοδίκως πολύ καιρό αργότερα και αποζημιωθήκαμε. Κατόπιν, ο αντίδικος έκανε έφεση κι εμείς αντέφεση και το εφετείο έκρινε φέτος την υπόθεση ως αόριστη με προθεσμία 6 μηνών να υποβάλουμε εκ νέου την αγωγή, όπως και πράττουμε. Και φτου κι απ΄ την αρχή.
Εμείς, όμως, είμαστε μια εξαίρεση από την άποψη ότι έχουμε την υπομονή και τη διάθεση να αναλαμβάνουμε τα κόστη προσωπικά για όλη αυτή τη διαδικασία, απέναντι σε μια εταιρεία ΜΜΕ που διαθέτει μόνιμο, δικό της, νομικό σύμβουλο και απεριόριστες, συγκριτικά, οικονομικές δυνατότητες. Δεν μπορώ, ειλικρινά, να φανταστώ αρκετούς στη θέση μας που θα είχαν το κουράγιο, για να μην πω το πείσμα, να αντιμετωπίζουν τις δαπάνες και όλον αυτό τον μπελά για τόσα χρόνια, μέχρι να βρουν το αυτονόητο δίκιο τους.
Τι θα συμβουλεύατε, έπειτα από αυτήν την εμπειρία σας σε δημιουργούς που πραγματικά αισθάνονται ανήμποροι να μπουν σε ένα παρόμοιο κυκεώνα;
Λυπάμαι πολύ που πρέπει να σας απαντήσω ότι η δικαιοσύνη δεν έχει αναπτύξει ακόμη τα απαραίτητα, κατά τη γνώμη μου, αντανακλαστικά για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων αντιγραφής περιεχομένου χωρίς συναίνεση. Τα θύματα οφείλουν να γνωρίζουν ότι θα ταλαιπωρηθούν πολύ και ενδέχεται να μη βγάλουν άκρη.
Ελπίζουμε πως όταν η δική μας υπόθεση θα τελεσιδικήσει, κάποτε, θα έχει δημιουργηθεί ένα θετικό προηγούμενο που θα διευκολύνει τους επόμενους. Όπως και νά ‘χει, εγώ θα συμβούλευα τους δημιουργούς διαδικτυακού περιεχομένου στην Ελλάδα να αναζητήσουν συλλογικότερους τρόπους για να προστατέψουν τα πνευματικά τους δικαιώματα. Μέχρι τότε, ο καθένας θα πορεύεται σε μοναχικά και σκοτεινά μονοπάτια μιας αφιλόξενης ζούγκλας, στην οποία ακούγεται μόνο ο ήχος των κλικ και της «ταμειακής μηχανής».