ιστορίες της διπλανής πόρτας
…στην οποία δεν ξέρεις ποιος μένει!
“γράφω γράφω τον καημό μου…”
Στυλό, blanco, ένα δεύτερο στυλό, κινητό (γιατί χωρίς αυτό δεν πας πουθενά), νερό, τη μαμά και φύγαμε! Με αυτά τα άκρως απαραίτητα ξεκινάει κάθε μαθητής, που σέβεται τον εαυτό του, τον μακρύ δρόμο γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις για τις Πανελλήνιες. Και γεμάτος άγχος έρχομαι να προσθέσω εγώ, και ας με συγχωρέσει ο ποιητής για τη διασκευή. Γεμάτος αγωνία, γεμάτος ανησυχία. Και τέλος για κερασάκι στην κορφή γεμάτος και μαμαδίστικη υστερία!
Γιατί δε σου φτάνουν όλα τα άλλα που κάνουν την καρδιά σου όσο πλησιάζει η μέρα να αρχίζει να ψιλιάζεται τι είναι αυτό που οι μεγάλοι αποκαλούνε έμφραγμα, έχεις και την αξιαγάπητη μανούλα να έχει ξυπνήσει από το άγριο χάραμα (αν δηλαδή έχει κοιμηθεί ολόκληρο το βράδυ και δεν έκοβε βόλτες, σαν φαντάρος στη σκοπιά σε νούμερο γερμανικό) και -ακόμα κι αν δε βγάζει λέξη- να σου μεταδίδει τόσο άγχος όσο δεν κατάφερες να αποκτήσεις μόνος σου ολόκληρο το σχολικό έτος!
Μα πώς το καταφέρνουνε αυτό οι μάνες; Μόνο οι μάνες! Κινούνται κι ανασαίνουνε στον χώρο σαν τα σκυλιά που προαισθάνονται σεισμό! Και λες εσύ «για να ‘χει άγχος το σκυλί, δεν γίνεται… έρχονται τα Ρίχτερ… όπου να ‘ναι πέφτει το ταβάνι στο κεφάλι μου κι εγώ θα πέσω κάτω σέκος για να με βρούνε έπειτα τα άλλα τα σκυλιά, τα εκπαιδευμένα, στην ανίχνευση»!
– Σου έχω φτιάξει πρωινό… (ώωωωωωρες έτοιμο το πρωινό, τόσο που κινδυνεύει να μην τρώγεται πλέον)
– Μόνο δημητριακά θα φάω…
– Όχι, δεν γίνεται… πρέπει να πάρεις βιταμίνες… πώς θα γράψεις; (οι έχοντες αβιταμίνωση ούτε απέξω δεν περνούν απ’ το Πανεπιστήμιο, όπως καταλάβατε)
– Δεν θέλω, λέμε…
– Μα, δεν μπορείς να γράψεις νηστικός… όλοι το λένε… (ποιοι είναι αυτοί οι «όλοι» τέλος πάντων που λένε χρόνια τώρα το ίδιο πράγμα πάντα με τις μάνες, ποτέ μου δεν κατάλαβα)
– Μη με τρελαίνεις, ρε μαμά…
– Καλά, παιδάκι μου, όχι, μην αγχώνεσαι, εγώ μια κουβέντα είπα… (γιατί έχει και την έννοια να μην της χρεώσεις το άγχος σου)
Ταυτόχρονα όμως χώνει ένα τοστάκι στην τσάντα να υπάρχει για μια ώρα ανάγκης. Όχι τη δική σου. Τη δική της τσάντα… Τι, δεν θα ‘ρθει μαζί σου στο σχολείο;;; Δεν θα μοιραστεί την αγωνία σου σ’ αυτήν την τόσο σημαντική στιγμή της ζωής σου νομίζεις;;; Δεν θα κρεμαστεί στα κάγκελα, σαν την Μπαζάκα στα «Πέτρινα Χρόνια» που ξεροστάλιαζε για τον Καταλειφό;;; Και σένα η μάνα σου Καταλειφό σε βλέπει! Έτοιμη ήταν, αν μπορούσε, να βγάλει από την τσέπη και το καθρεφτάκι για να σου πασάρει στη ζούλα τα θέματα!
Γιατί, μανούλα του;;; Γιατί, μανούλες όλων των παιδιών δηλαδή που βιώνουν τη διαδικασία αυτή; Γιατί να πας και να στηθείς έξω απ’ το σχολείο την ώρα που ο έρημος ο έφηβος δίνει τον αγώνα του; Γιατί δεν τον αφήνεις έρημο τον έρημο; Γιατί να είσαι η πρώτη φάτσα που θα δει βγαίνοντας να πάρει την ανάσα του; Γιατί η πρώτη φράση που θα ακούσει να ‘ναι «πώς έγραψες;» κι όχι «πού θα πάμε για καφέ, ρε φίλε;»; Γιατί, μαμά; Γιατί;;;
Και μη μου πεις ότι το θέλει το παιδί! Γιατί εδώ θα ‘ρθω κι εγώ στα κάγκελα να σε μαζέψω και να τα πούμε ένα χεράκι. Γιατί, αν στα 17 του ένα παιδί έχει περισσότερη ανάγκη εσένα δίπλα του παρά τους κολλητούς του, τότε κάτι έχει πάει λάθος όλα αυτά τα χρόνια και οι Πανελλήνιες είναι το τελευταίο που πρέπει να σε νοιάζει. Δεν γίνεται, μανούλα του! Δε γίνεται να είσαι η κολλητή του, είσαι η μάνα του! Θέλει να πάει για καφέ να χαλαρώσει, όχι να δώσει συνέντευξη περί Πανελληνίων, ακούγοντας ταυτόχρονα πόσο καλό θα του ‘κανε τώρα κι εκείνο το τοστάκι που έχωσες νωρίτερα στην τσάντα και που, αν δεν το φάει, θα χαλάσει κι είναι κρίμα.
Γιατί υπάρχει περίπτωση να μην έχει γράψει και καλά. Υπάρχει περίπτωση να τα ‘χει πάει χάλια. Και η απογοήτευση στο μάτι σου, μανούλα του, δεν είναι αυτό που θέλει εκείνη τη στιγμή να δει. Ή τέλος πάντων άφησέ τον να αποφασίσει εκείνος πότε και με ποιον τρόπο θα τη δει. Γενικώς δηλαδή, μιας και τα λέμε τώρα έτσι ωραία οι δυο μας, άφησέ τον! Στην ησυχία του, στον χρόνο του, στον κόσμο του. Γιατί είναι δικός του ο κόσμος αυτόν τον καιρό κι εσύ απλώς φιλοξενείσαι. Κι όσο κι αν δεν έχεις μάθει να φιλοξενείσαι απ’ το παιδί σου, αλλά να είσαι πάντα εκείνη που τον κανακεύει και τον περιποιείται, πρέπει να καταλάβεις ότι το παιδί μεγάλωσε και φτιάχνει τη ζωή του. Όπως την έφτιαξες κι εσύ. Κι αυτό είναι το πρώτο λιθαράκι που τοποθετεί. Κι εσύ μπορείς απλώς να τον θαυμάζεις και να τον καμαρώνεις που έφτασε πια σ’ αυτό το σημείο και όχι να του δείχνεις πόσο μεγάλη ευθύνη έχει να κουβαλάς και να τοποθετείς τα λιθαράκια σου, χτίζοντας τον κόσμο σου. Εκείνος, μωρέ, δεν την ξέρει την ευθύνη, είναι μικρός για να την καταλάβει και καμία αγχωμένη μάνα δεν βοήθησε ποτέ στην κατανόησή της. Ποτέ! Ούτε η δική σου. Θυμάσαι; Το μόνο που κάνει η μάνα σ’ αυτές τις περιπτώσεις (με πολλή αγάπη ομολογουμένως, αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς) είναι να δημιουργεί την εικόνα της πιο σημαντικής και τραγικής ταυτόχρονα κατάστασης στον κόσμο, απ’ την οποία το παιδί, αν δε βγει νικητής, δεν θα καταφέρει να ολοκληρώσει το χτίσιμο του κόσμου που ονειρεύεται ποτέ!
Και ναι, είναι σημαντική η κατάσταση. Αλλά δεν είναι η μόνη. Είναι απλώς η πρώτη. Γι’ αυτό σε τρομάζει. Γιατί βλέπεις το παιδί σου να μεγαλώνει, να απομακρύνεται, να βάζει λιθαράκια στον κόσμο του και φοβάσαι μήπως δεν μπεις κι εσύ μέσα σ’ αυτόν. Και κρέμεσαι σε κάγκελα σχολείου με τοστ χωμένα επίτηδες στην τσάντα για να δείξεις ότι διαθέτεις όλα τα εφόδια για την είσοδό σου.
Μα δεν θα το αποδείξεις τώρα αυτό. Το έχεις αποδείξει εδώ και 17 ολόκληρα χρόνια. Αυτά τα χρόνια είναι που θα σου αφήσουνε την πόρτα ανοιχτή ή κλειστή. Όχι οι δύο εβδομάδες των Πανελληνίων. Το μόνο που έχεις τώρα να αποδείξεις είναι ότι εμπιστεύεσαι και αγαπάς τον έρημο αυτόν μαθητή και θα το κάνεις, ακόμα κι αν το πρώτο λιθαράκι του δεν μπει σωστά ή ακόμα κι αν γκρεμιστεί. Και θα του δείξεις μέρη που θα βρει καινούρια λιθαράκια. Όχι για να τα χτίσετε μαζί. Για να αποφασίσει εκείνος ποια θέλει να πάρει και πώς να τα χρησιμοποιήσει. Είναι δικός του ο κόσμος. Φρόντισε λοιπόν να σε θέλει μέσα σ’ αυτόν κι όχι να τον κοιτάς πίσω από κάγκελα.