του Γιώργου Μπίλιου
Η βροχή πρέπει να καταργηθεί από τα καιρικά φαινόμενα που συμβαίνουν στην Ελλάδα, εδώ και τώρα. Να αλλάξουν τα σύννεφα, ο ουρανός, ο ήλιος, οι πλανήτες, οι κομήτες, όλα. Ό,τι συμβαίνει στον αστρικό γαλαξία να μεταλλαχθεί μόνο για την Ελλάδα. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν εξηγείται διαφορετικά. Οι άνθρωποι σεληνιάζονται, παθαίνουν ρήξη εγκεφαλικού χιαστού μαζί με αχίλλειο τένοντα. Κοκομπλόκο, ρε παιδί μου, πώς να το πω. Τους παρατηρείς και νομίζεις ότι μπήκαν σε μια άλλη διάσταση. Χαμένοι εντελώς.
Μόλις έχει πιάσει τρελή μπόρα. Μεσημέρι. Ενώ το πρωΐ είχε ήλιο ντάλα. Σταματάω σ’ ένα καφέ καμαρούλα μια σταλιά 2Χ3, με τέντα και πάσο έξω. Παίρνω καφέ και χαζεύω τη βροχή και τους ανθρώπους. Αυτοκίνητα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κάνοντας μούσκεμα όποιον διανοήθηκε να περπατήσει στην άκρη του δρόμου. Μούτζες. Βρισιές. Ομπρέλες ανοιγμένες. Στάζει από παντού. Στάζεις κι εσύ που τόλμησες να βγεις από το σπίτι σου χωρίς αυτές. Περιμένω στωικά να σταματήσει. Λέω, μπόρα καλοκαιρινή είναι, πόσο θα πάει. Έλα, όμως, που πήγε. Πλησίαζε σχεδόν μια ώρα από τη στιγμή που άρχισε να ρίχνει καρέκλες. Λες και του είπαμε ότι τις θέλουμε για το τραπέζι μας. Ξάφνου, λες και βγήκε από σκηνικό των παρατράγουδων της Αννίτας Πάνια, με τα φώτα πάνω του, ένας τύπος γύρω στο 1,60, φανερά ατημέλητος, με μπλουζάκι Ολυμπιακού και χαίτη Νίκου Τσιαντάκη – η αθλητική περιβολή ήταν απλά η βιτρίνα σε ένα σώμα που έχει να αθληθεί από τότε που βγήκε από την κοιλιά της μάνας του – κρατά φραπεδούμπα και κατεβάζει θεούς, δαίμονες και Παναγίες, έως και αυτήν των Παρισίων, με μια χαρακτηριστικά ψιλή φωνή. Η γυναίκα του, που μόλις εισέβαλε στο πλάνο μας, συνεχίζει τη φαρσοκωμωδία που εκτυλίσσεται μπρος στα εμβρόντητα μάτια μου. Τον ψέγει ανοιχτά που πήρε το μηχανάκι με φωνή 2 οκτάβες πιο μπάσα από τη δικιά του – τύφλα να ’χει ο Μπάρι ο Γουάιτ – αναλόγως δέματος βεβαίως – βεβαίως. Εκείνος, φανερά ενοχλημένος της φέρνει το παράδειγμα ενός φίλου που έφαγε κεραυνό και τώρα κάνει παρέα στα σκουλήκια. Κι εκείνη, με αγάπη και τρυφερότητα περίσσια, του λέει ότι δεν έχει ανάγκη αυτός. Ο Θεός δεν λέει να τον πάρει γιατί θέλει να την ταλαιπωρεί.
Αποφασίζω να μη συνεχίσω στη σουρεαλιστική αυτή σκηνή και να αφήσω τη βροχή να με λούσει από το να ακούω να λούζει ο τύπος με μπινελίκια τη γυναίκα του. Παίρνω ταξί ελεύθερο που μου διαπραγματεύεται το πού θα πάμε, λες και είχα options προορισμού. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν χαρτογραφημένες περιοχές ανάλογα με το ταξί που επιλέγεις. Τσιγάρο στο τσιγάρο, ξεφύσημα στο ξεφύσημα, χτύπημα στο τιμόνι, κόρνα στην κόρνα σε μια θάλασσα από ακίνητα οχήματα. Ακούει τις εξελίξεις στη διαπραγμάτευση στο ραδιόφωνο. Μονολογεί περί ανευθυνότητας, αντιεπαγγελματισμού και έλλειψη ψυχραιμίας. Με κατεβάζει με τα πολλά. Έρχεται νέος πελάτης. Τον διώχνει επιδεικτικά, λέγοντας ότι τα νεύρα του έχουν γίνει τσατάλια…
Γι’ αυτό σας λέω, καταργήστε τη βροχή στην Ελλάδα. Τώρα. Ή, τελοσπάντων, φορολογήστε τον ουρανό όταν την ρίχνει. Δεν πάει άλλο…