“Ένας χαμηλός λόφος, πεζούλες που κατεβαίνουν κυματιστά, ξερολιθιές που δείχνουν τα όρια των χωραφιών, ένας δρόμος που σβήνει και χάνεται μες στο τοπίο, κυπαρίσσια, ελιές και πεύκα, και δυο μικρά άσπρα ξωκλήσια, τα “κτίσματα του θεού”, κάτω από έναν ουρανό που στην άκρη του ορίζοντα είναι γαλάζιος και σκοτεινιάζει ανεβαίνοντας μέχρι το σκούρο μπλε του κοβαλτίου. Λαμπερά κίτρινα που έχουν κρατήσει τη θερμότητα του καλοκαιριού, θαλερά πράσινα των δένδρων και των θάμνων, ανοιχτά καφέ της χέρσας γης που σκουραίνουν και πυκνώνουν στις πέτρες της ξερολιθιάς. Τοπίο της Σίφνου, χωρίς σκιές, έξω από το χρόνο, λάμπει από το φως που βγαίνει από μέσα του και απλώνεται παντού. Τοπίο ακατοίκητο, χωρίς καμιά ανθρώπινη φιγούρα, μόνο με τα σημάδια της παρουσίας των ανθρώπων.
Αυτή η περιγραφή ενός από τα έργα της Νίκης Ελευθεριάδη δίνει πολύ καθαρά το στίγμα της τελευταίας δουλειάς της και τα βασικά μοτίβα που συνθέτουν την έκθεση “Μικρά τοπία”. Αυτά τα τοπία δεν είναι ποτέ ρεαλιστικά, δεν απεικονίζουν συγκεκριμένους τόπους, αν και η αρχική εικόνα προέρχεται από έναν τόπο που είτε αποτυπώθηκε στη μνήμη, είτε απαθανατίστηκε σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε από τη Νίκη ή από άλλον φωτογράφο. Το έργο που προκύπτει από το αρχικό ερέθισμα είναι μια σύνθεση της μνήμης και της φαντασίας που διατυπώνει εικαστικά τον διάλογο της Νίκης με το τοπίο. Με αυτό τον τρόπο, το τοπίο μεταμορφώνεται σε έκφραση της ψυχής του δημιουργού και αποκτά σημασίες που μεταφορικά παραπέμπουν σε συναισθήματα, σε επιθυμίες, σε βιώματα και μνήμες, σε προσδοκίες και ματαιώσεις.
Έχω τη γνώμη ότι τα τοπία της Νίκης, αυτής της “ασπούδαχτα σπουδασμένης” όπως σωστά παρατηρεί ο Χ. Μπότσογλου, έχουν την ίδια υφή και την ίδια εκφραστική δύναμη. Τα μοτίβα, το χρώμα, το σχέδιο και το νόημα της εικόνας συνθέτουν μια ενότητα πειστική και συνεπή που συνιστά το προσωπικό ύφος της. Μέσα σε αυτό παίρνουν μορφή και υπόσταση τα στοιχεία της λαϊκής και προσωπικής μυθολογίας -τα λαγήνια και τα αγκάθια που παραπέμπουν στη ζωγραφική του πατέρα της, του Τάκη Ελευθεριάδη- η αγάπη της για τη θάλασσα και τα δέντρα, η αισθησιακή σχέση της με τον τόπο και τα πράγματα που διατηρεί τη θερμότητα της άμεσης σωματικής επαφής.
Τόποι του ονείρου και της φαντασίας που κάποτε γίνονται ανοίκειοι, περίκλειστοι και φοβεροί. Σε ένα άλλο έργο, ζωγραφισμένο στην τραχιά επιφάνεια μιας πλάκας, το ίδιο πεύκο του Άγιου Στέφανου, πάλι λυγισμένο, αλλά τώρα από την άλλη μεριά, στέκει όρθιο σε έναν τόπο κακοτράχαλο που κόβεται από σκοτεινούς όγκους και κλείνεται από μια πυκνή σειρά αχνά γκρίζα κυπαρίσσια που δεν αφήνουν κανένα άνοιγμα.